Δικαστικό "ράπισμα" σε fund και ακύρωση επιταγής προς πληρωμή για το υπερβάλλον ποσό από το εκχωρηθέν.

Δικαστικό “ράπισμα” σε fund και ακύρωση επιταγής προς πληρωμή για το υπερβάλλον ποσό από το εκχωρηθέν.

Το ιστορικό της υποθέσεως και το δικαστικό ράπισμα με το σκεπτικό της αποφάσεως που ακυρώνει επιταγή προς πληρωμή fund για ποσά υπερβάλλοντα της εκχώρησης.

Δικαστικό ράπισμα από το δικαστήριο στις εταιρίες που αγοράζουν τα κόκκινα δάνεια από τις τράπεζες. Μια πολύ πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οριοθετεί την ασυδοσία των  “εταιριών ειδικού σκοπού”, γνωστών και ως fund. Οι συγκεκριμένες εταιρίες έρχονται σε επαφή με τις ελληνικές τράπεζες και εξαγοράζουν ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις των τραπεζών έναντι των δανειοληπτών σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του νόμου.

Η διαδικασία της εξαγοράς γίνεται με τη νομική κάλυψη των άρθρων της εκχώρησης του Αστικού Κώδικα, με αποτέλεσμα οι εταιρίες αυτές να τελούν, ως ειδικοί διάδοχοι, συνεχιστές των τραπεζών ως προς την απαίτηση και να μην θεωρούνται κατά το νόμο τρίτοι σε σχέση με την απαίτηση, το δάνειο και τον δανειολήπτη.

Σύμφωνα με το νόμο οι εταιρίες ειδικού σκοπό είναι υποχρεωμένες μαζί με τις τράπεζες να καταχωρήσουν τη συμφωνία της εκχώρησης στο αρμόδιο Ενεχυροφυλακείο, όπου τηρεί όλες τις μεταβιβάσεις των κόκκινων δανείων των τραπεζών. Ταυτόχρονα οι τράπεζες κοινοποιούν επιστολές με βάση τις οποίες γνωστοποιούν στους δανειολήπτες ότι το δάνειό τους έχει ήδη εκχωρηθεί σε μια εταιρία ειδικού σκοπού, συνήθως του εξωτερικού – αν και υπάρχουν και εγχώριες.

Αυτές οι εταιρίες έρχονται, σε προγενέστερο στάδιο, σε συμφωνία με τις ελληνικές τράπεζες για εξαγορά των κόκκινων αυτών δανείων σε ποσό σαφώς μικρότερο από την τρέχουσα αξία του δανείου, με βάση την οποία η τράπεζα επιχείρησε να εισπράξει την απαίτηση, επιβαρυνόμενη πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως με τόκους έξοδα και ανατοκισμούς που κανείς μας όλα αυτά τα χρόνια δεν μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει πως λειτουργούν.

Στη συνέχεια η εταιριες ειδικού σκοπού γνωστές σε όλους μας ως funds διεκδικούν από τους δανειολήπτες το σύνολο της απαίτησης, μολονότι τους εκχωρήθηκε από την τράπεζα ποσό μικρότερο λόγω εξαγοράς του.

Σε αυτή τη πρακτική βάζει τέλος η ως άνω απόφαση του Μον.Πρωτ.Αθηνών κατά τη διαδικασία των ανακοπών, σύμφωνα με την οποία η εταιρία ειδικού σκοπού (fund) ΔΕΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ενεργητικά (δηλ δεν δικαιούται) ούτε να ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ ούτε ΕΙΣΠΡΑΞΕΙ αλλά και ούτε ΝΑ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙ ποσό μεγαλύτερο από αυτό που της εκχωρήθηκε από την τράπεζα.

Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο ήρθε αντιμέτωπο με μια διαταγή πληρωμής και τη νομιμότητα της επιταγής προς πληρωμή που επέταξε η εταιρία ειδικού σκοπού προς τους δανειολήπτες.

Με βάση την ως άνω επιταγή προς πληρωμή η εταιρία ειδικού σκοπού απαίτησε από το δανειολήπτη ποσό 644.000 ευρώ περίπου, όσο δηλαδή ήταν και η απαίτηση αρχικώς της τράπεζας πριν την εκχώρηση, ενώ η ίδια εταιρία ειδικού σκοπού είχε ήδη αναλάβει με εκχώρηση απαίτηση 390.000 ευρώ από την τράπεζα. Μάλιστα η εταιρία ειδικού σκοπού προέβη και σε κατάσχεση 2 ακινήτων των δανειοληπτών για το ποσό των 644.000 ευρώ, ενώ της είχε εκχωρηθεί ποσό 390.000 ευρώ.

Ο βασικός ισχυρισμός της εταιρίας ειδικού σκοπού ήταν ωστόσο ότι το επιπλέον ποσό των 390.000 ευρώ που εμφανίζεται στο ενεχυροφυλακείο ότι εκχωρήθηκε, αποτελεί άληκτο κεφάλαιο και δεδουλευμένους τόκους της απαίτησης των 390.000 ευρώ. Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα όμως ουδόλως προέκυψε το επιπλέον ποσό περί τα 254.000 ευρώ, συνεπώς το δικαστήριο ακύρωσε την επιταγή προς πληρωμή κατά το υπερβάλλον ποσό σε σχέση με το εκχωρηθέν σύμφωνα με την αναγγελία στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών.

Η συγκεκριμένη ως άνω απόφαση αντιμετώπισε ένα ουσιώδες και πάγιο και κεφαλαιώδες επιχείρημα των δανειοληπτών στις ανακοπές των τελευταίων ετών σχετικά με το ύψος της διεκδικούμενης απαίτησης από τις εταιρίες ειδικού σκοπού ειδικά όταν αυτό αποκλίνει ουσιωδώς σε σχέση με το ποιο τελικώς ποσό εκχωρήθηκε στις εταιρίες αυτές και ποιο ποσό εν τέλει διεκδικείται από αυτές.

Σημαντικό σημείο επίσης στο σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως αποτελεί και η απόρριψη του επιχειρήματος των εταιριών αλλά και των τραπεζών, ότι τα επιπλέον ποσά αφορούν γενικώς και αορίστως δεδουλευμένοι τόκοι υπερημερίας και λοιπά έξοδα και άληκτο κεφάλαιο, το οποίο αναζητείτε πέραν των ποσών που έχουν ήδη αναγγελθεί ως νόμιμα οφειλόμενα, αφού ο δανειολήπτης είναι αδύνατο να υπολογίσει τυχόν τέτοιους τόκους. Αυτό και αν αποτελεί δικαστικό ράπισμα για τις τράπεζες και τις εταιρίες ειδικού σκοπού.

Ωστόσο, η απόφαση αυτή  ναι μεν αποτελεί δικαστικό ράπισμα, ωστόσο μένει να αποδειχθεί ότι θα αποτελέσει βασικό οδηγό για την εξάλειψη της ασυδοσίας των κεφαλαιοποιημένων τόκων και ανατοκισμών που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει.

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

2 Comments

  1. Συνάδελφε καλησπέρα και Χρόνια Πολλά!
    Θα μπορούσατε να μου αποστείλετε συνημμένη τη συγκεκριμένη απόφαση του Πρωτοδικείου;
    Βρίσκομαι και εγώ με ανάλογη υπόθεση στα χέρια μου και θα βοηθούσε ιδιαίτερα ως υφιστάμενη νομολογία …
    Ευχαριστώ εκ των προτέρων.

  2. 58/2020 Μον.Πρωτ.Αθ. είναι ήδη δημοσιευμένη

Leave A Reply