Οι αλλαγές στον ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ με το νέο νόμο 3904/2010 (3ο μέρος του σχετικού άρθρου) – Τι αλλάζει στις εξουσίες του δικαστικού συμβουλίου, Στην εμφάνιση του κατηγορουμένου στο δικαστικό συμβούλιο, Στην ΑΝΑΒΟΛΗ της δίκης κατ’άρθρο 349 ΚΠΔ, στην αναστολή εκδίκασης του κακουργήματος, και την αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας στα κακουργήματα
το 3ο μέρος των αλλαγών στο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – συνεχίζεται στο 4ο μέρος
Δείτε το πρώτο μέρος
Οι αλλαγές στον ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ
Οι αλλαγές συνεχίζονται σε νομικό επίπεδο, αφού ανακαθορίζονται οι αρμοδιότητες των δικαστικών συμβουλίων και αποτυπώνεται νομικά η υποχεωτική παρουσία του κατηγορουμένου στα δικαστικά συμβούλια δια συνηγόρου και σε εξαιρετικές περιπτώσεις αυτοπροσώπως.
309 παρ. 1 ΚΠΔ. Το συμβούλιο, μέσα σε δύο μήνες ή, αν εφαρμοσθεί η επόμενη παράγραφος,
μέσα σε τρείς μήνες από την υποβολή της πρότασης του εισαγγελέα, μπορεί:
α) να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία,
β) να παύει οριστικά την ποινική δίωξη,
γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη, μόνο όμως για τα κακουργήματα της
ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (και
ζωοκλοπής) και του εμπρησμού,
δ) να διατάσσει περαιτέρω ανάκριση και
ε) να παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου
δικαστηρίου.
309 παρ. 2. Το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να
διατάσσει την εμφάνιση του συνηγόρου του ενώπιον του με την παρουσία και του
εισαγγελέα για να δώσει κάθε διευκρίνιση. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί
να επιτρέψει και την ενώπιον του εμφάνιση του αιτούντος διαδίκου. Το
συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Επί
υποθέσεων σε βαθμό κακουργήματος, εάν ο αιτών δεν έχει συνήγορο, διατάσσεται
υποχρεωτικά η εμφάνιση του. Πάντοτε όμως, όταν διατάσσει την εμφάνιση ενός
από τους διαδίκους ή του συνηγόρου του, οφείλει να καλέσει και να ακούσει
συγχρόνως και τους υπολοίπους, αναλόγως. Αν μετά το τέλος της ανάκρισης και
την υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα
διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην
κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπόλοιπους
διαδίκους ή τους αντικλήτους, για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις
παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία, που την καθορίζει το ίδιο.
Οι εξουσίες κααι οι αρμοδιότητες των δικαστικών συμβουλίων στην προσωπική κράτηση και τους περιοριστικούς όρους κατά το άρθρο 315 ΚΠΔ.
Αν ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά ή τελεί υπό περιοριστικούς
όρους, το συμβούλιο αποφασίζει ταυτόχρονα και για την απόλυση του ή τη
συνέχιση της προσωρινής του κράτησης, καθώς και για τη διατήρηση ή όχι της
ισχύος των περιοριστικών όρων.
Το συμβούλιο, παραπέμποντας τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, αν
συντρέχει νόμιμη περίπτωση, επιβάλλει περιοριστικούς όρους ή διατάσσει τη
σύλληψη και προσωρινή κράτηση του, ακόμη και αν δεν έχει εκδοθεί ένταλμα
σύλληψης ή προσωρινής κράτησης.
ΜΙΑ από τις περισσότερο συζητημένες αλλαγές στο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μετά την ποινική συνδιαλλαγή, είναι η προσπάθεια της πολιτείας να βάλει περιορισμό στην ελεύθερη κρίση των δικαστηρίων ΣΤΙΣ ΑΝΑΒΟΛΕΣ της δίκης για σημαντικά αίτια κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ. Νομοθετήθηκε ΜΙΑ ΜΟΝΟ αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια και μάλιστα η επαναληφθείσα δίκη θα ορίζεται εντός τριών (3) μηνών, ή θα διατάσσεται η διακοπή της δίκης το πολύ για δύο (2) φορές σε 15νθήμερα. Στη θεσσαλονίκη, που υπάρχει έλλειψη, αιθουσών, γραμματέων και οι δικαστές – εισαγγελείς έχουν τεράστιο φόρτο και όγκο εργασίας δεν είμαι σίγουρος ότι θα είναι αποτελεσματικό το μέτρο.
Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως,
μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης
βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς
λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας.
Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή
το συνήγορο του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και διατάσσεται μόνο
για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού
ιδρύματος, ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην
απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη.
Το δικαστήριο, πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να ερευνήσει τη
δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες, αιτιολογώντας
εμπεριστατωμένα ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή.
Δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους ως άνω λόγους και σύμφωνα
με τους άνω όρους. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται και το δικαστήριο μπορεί
μόνο να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για δεκαπέντε το πολύ
ημέρες και μέχρι δύο φορές.
Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία το δικαστήριο ανακοινώνει
στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σε αυτήν
κλητεύονται μόνο οι απόντες.
Εάν ο λόγος αναβολής αναγγέλθηκε από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για
λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η
περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεώς του.
Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή και δεν
περιλαμβάνεται στους άνω περιορισμούς.
Ο εισαγγελέας Εφετών έχει τη δυνατότητα με διάταξή του να αναστέλλει τη διαδικασία στο ακροατήριο εάν ο κατηγορούμενος είναι άγνωστης διαμονής και δεν παρουσιαστεί ούτε συλληφθεί μέσα
σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ή του κλητηρίου
θεσπίσματος.
Αν κάποιος που παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για
κακούργημα, είναι άγνωστης διαμονής και δεν παρουσιαστεί ούτε συλληφθεί μέσα
σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ή του κλητηρίου
θεσπίσματος σύμφωνα με το άρθρο 156, αναστέλλεται η διαδικασία στο ακροατήριο
με διάταξη του εισαγγελέα του εφετείου, ωσότου συλληφθεί ή εμφανιστεί ο
κατηγορούμενος. Η διάταξη αυτή πρέπει να τοιχοκολληθεί σύμφωνα με το άρθρο
156 παράγραφο 2. Οι διατάξεις του άρθρου 113 ΠΚ για την αναστολή της
παραγραφής του αξιοποίνου εφαρμόζονται και εδώ.
Αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα είναι ή θεωρείται γνωστής
διαμονής, δικάζεται σαν να ήταν παρών, αν κλητεύθηκε νόμιμα.
Η διάταξη της παραγράφου 2 εφαρμόζεται αναλόγως και στο δικαστήριο που
είναι αρμόδιο να δικάσει την έφεση, αν αυτός που αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό για
κακούργημα δεν εμφανιστεί για να δικαστεί κατ’ έφεση που ασκήθηκε από τον
εισαγγελέα και αποβλέπει στην καταδίκη του για κακούργημα.
Οι προϋποθέσεις, οι προθεσμίες και οι δικαιολογητικοί λόγοι υποβολής αιτήματος ακύρωσης της διαδικασίας στα κακουργήματα άρθρο 435 ΚΠΔ.
Αν ο κατηγορούμενος, που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 432 παράγραφοι 2 και
3, από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε εγκαίρως
να γνωστοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα
εμφάνισης του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης (άρθρο 349),
μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας που πραγματοποιήθηκε
χωρίς την παρουσία του ή την εκπροσώπηση του από συνήγορο. Η αίτηση
υποβάλλεται στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση μέσα σε
ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την έκδοση της και αναφέρει τους
λόγους ανώτερης βίας ή το ανυπέρβλητο κώλυμα. Νέα αίτηση για ακύρωση της
ίδιας διαδικασίας είναι απαράδεκτη σε οποιουσδήποτε λόγους και αν στηρίζεται.
Η αίτηση αυτή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Μπορεί όμως ο
εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μόλις υποβληθεί η αίτηση
για ακύρωση, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης, έως ότου εκδικαστεί η
αίτηση. Σε περίπτωση μη χορήγησης της αναστολής, ο αιτών δύναται να προσφύγει
στο δικαστήριο ή, αν αυτό δεν συνεδριάζει, στο δικαστικό συμβούλιο μέσα σε
δύο ημέρες. Η αίτηση για ακύρωση εισάγεται, χωρίς να κλητευθεί εκείνος που
την υπέβαλε, στην πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο
αποφασίζει αμετάκλητα. Το δικαστήριο όμως είναι δυνατόν να αναβάλει τη
συζήτηση για την αίτηση σε μεταγενέστερη ορισμένη δικάσιμο, αν προβάλλονται
λόγοι ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια, εξαιτίας των οποίων εκείνος που
υπέβαλε την αίτηση δεν μπορεί να εμφανιστεί στη συζήτηση της αίτησης για
ακύρωση. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ακυρώνεται η απόφαση που προσβάλλεται και
διατάσσεται η νέα συζήτηση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο, κατά την οποία ο
κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί. Η προθεσμία της
έφεσης ή της αίτησης για αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης αρχίζει μετά
την πάροδο άπρακτης της ως άνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας ή, σε περίπτωση
υποβολής αίτησης ακυρώσεως, από την απόρριψη της.
1 Comments