Ενδοοικογενειακή βία – Ο ρόλος της ποινικής διαμεσολάβησης
Ενδοοικογενειακή Βία Ποινικές και αστικές συνέπειες
Η ενδοοικογενειακή βία είναι η με οποιοδήποτε μέσο κακοποίηση σε βάρος κάποιου μέλους του στενού ή ευρύτερου οικογενειακού πλαισίου. Ο νέος νόμος 5090/2024 που ισχύει από την 1η.05.2024 επιχείρησε να καλύψει κενά που υπήρχαν στην νομοθετική πρόβλεψη 3500/2006 λόγω της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, διευρύνοντας, λόγου χάρη, τον κύκλο ατόμων που περιλαμβάνονται στο οικογενειακό περιβάλλον και ορίζοντας πιο συγκεκριμένα ποιος και σε ποιες περιπτώσεις εγκλημάτων θεωρείται «θύμα», στο τροποποιημένο άρθρο 1. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζει τόσο ποινικές όσο και αστικές προεκτάσεις.
Καταρχάς, η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί έγκλημα με ιδιαίτερη βαρύτητα και κοινωνική ανησυχία. Ήδη στο πρώτο άρθρο του νόμου, στην πρώτη παράγραφο ορίζεται ποια εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα τη στοιχειοθετούν και σε ποιες περιστάσεις, καθώς και η ποινική διαδικασία στα άρθρα 11 με 13 του νόμου 3500/2006, όπως σήμερα έχουν τροποποιηθεί. Προβλέπεται η δυνατότητα ποινικής διαμεσολάβησης σε περιπτώσεις πλημμελημάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας ή ανακριτικός υπάλληλος ελέγχουν τη δυνατότητα ποινικής διαμεσολάβησης και το στάδιο αυτό αποτελεί ειδική δικονομική προϋπόθεση (ΑΠ 498/2019, ΑΠ 497/2019), με προϋποθέσεις που περιλαμβάνουν τη δήλωση του δράστη για μη επανάληψη των πράξεων βίας, την παρακολούθηση θεραπευτικών προγραμμάτων των Υπουργείων Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, την άρση ή αποκατάσταση των συνεπειών της πράξης στο βαθμό που είναι δυνατό αυτό και κάθε άλλη ενέργεια αποκατάστασης ή μεταμέλειας από το δράστη που προτείνει το θύμα. Στην περίπτωση που το θύμα είναι ανήλικος, είναι απαραίτητο να υπάρχει συμφωνία μεταξύ του Εισαγγελέα ανηλίκων και του ασκούντα την επιμέλεια, διαφορετικά δεν είναι δυνατή η ποινική διαμεσολάβηση. Επιπλέον, αν το ανήλικο θύμα είναι άνω των 14 ετών, μπορεί να ερωτηθεί και να συμμετέχει στη διαδικασία.
Ειδικότερα, αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη κινηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου η ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνον εφόσον το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 424 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο αρμόδιος Εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια, έχει τη δυνατότητα είτε να διατάσσει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης στο φερόμενο ως θύμα, είτε να εξετάζει ο ίδιος κάθε μάρτυρα που προτείνεται, καθώς και τα πρόσωπα της οικογένειας ή να παραγγέλλει την εξέταση αυτών από τους αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε, τέλος, να καλεί το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της πράξης να παράσχει στον ίδιο ή στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο εξηγήσεις.
Μπορεί να εκκινήσει η διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης και από τον παρέχοντα εξηγήσεις και από τον Εισαγγελέα. Η άρνηση ενός μέρους να συμμετάσχει στη διαμεσολάβηση δε φέρει επιπτώσεις, απλώς συνεχίζει κανονικά η ποινική δίωξη ως άρχισε. Σε περίπτωση, όμως, που η απάντηση του παθόντος είναι θετική, ο εισαγγελέας με διάταξή του θέτει τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της Εισαγγελίας και κατά της διατάξεως αυτής δεν χωρεί προσφυγή. Αν ο δράστης συμμορφωθεί με τους όρους της διαμεσολάβησης για τρία χρόνια, η ποινική αξίωση εξαλείφεται, ενώ αν δεν ολοκληρωθεί υπαιτίως, διακόπτεται η διαδικασία από τον Εισαγγελέα και ως επακόλουθο έχουμε την ανάσυρση της δικογραφίας από το αρχείο και την αναδρομική άρση των επελθόντων αποτελεσμάτων. Επίσης, σημαντικό είναι ότι όσο διαρκεί η διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης, τελεί σε εκκρεμοδικία η πράξη στην οποία αυτή αφορά και είναι απαράδεκτη η άσκηση ποινικής δίωξης για πράξη για την οποία εξαλείφθηκε η ποινική αξίωση της πολιτείας, λόγω ολοκληρώσεως της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης.
Από την άλλη, άξιες λόγου είναι και οι αστικές συνέπειες του φαινόμενου, όπως αναλύονται στο άρθρο 14 του ως άνω νόμου. Το θύμα δύναται, σε περίπτωση που είναι σύντροφος του δράστη, να ασκήσει αγωγή διαζυγίου, να υποβάλει αίτηση συναινετικής ή μη λύσης του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης, να ζητήσει τη μεταρρύθμιση της επικοινωνίας με όρους που θα διασφαλίζουν τη σωματική και ψυχική του ακαιρεότητα, να ζητήσει αποζημίωση για ηθική βλάβη, ακόμα και αν εκκινήσει η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης.
Αξιοσημείωτο για τη διαδικασία είναι, επιπλέον, ότι η μη συμμόρφωση του φερόμενου ως δράστη προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης και η μη ολοκλήρωση της διαδικασίας έχουν ως αποτέλεσμα την ανατροπή της συμφωνίας και έτσι όσον αφορά τις χρηματικές αξιώσεις του θύματος, αυτές αναβιώνουν αναδρομικά και μπορούν να αναζητηθούν κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Τα καταβληθέντα, λόγω της συμφωνίας, μπορούν να αναζητηθούν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέλος, μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης και τη συμμόρφωση του φερόμενου ως δράστη στους όρους της συμφωνίας, όσον αφορά τις χρηματικές αξιώσεις του θύματος, αποκλείεται η ανατροπή αυτής, εξ οιουδήποτε λόγου και η αναζήτηση των καταβληθέντων σε συμμόρφωση αυτής.