φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια χωρίς παρουσία Εισαγγελέα. Πως να προστατευτείτε και ποια είναι τα δικαιώματά σας

φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια – Πως να προστατευτείτε και ποια είναι τα δικαιώμτά σας. Τι ισχύει για το άσυλο κατοικίας και πότε αίρεται. Πότε έχει δικαίωμα να εισέρχεται κάποιος στο σπίτι σας.

φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια

Φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια

Έντονες αποδοκιμασίες της πλειονότητας – αν όχι όλου – του νομικού κόσμου έχει προκαλέσει η γνωμοδότηση του ΝΣΚ σε ερώτηση του Υπουργείου Οικονομικών για το αν οι υπάλληλοι της εφορίας έχουν δικαίωμα να εισέρχονται σε σπίτια (φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια) φορολογουμένων χωρίς τη παρουσία δικαστικού εκπροσώπου.

Έχουμε ακούσει τόσα πολλά τις τελευταίες μέρες για το ζήτημα που προέκυψε με τις εφόδους της εφορίας στα σπίτια των πολιτών(φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια) χωρίς τη παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής, που κοντεύουμε στις περισσότερες περιπτώσεις να ξεχάσουμε τα νομικά που μάθαμε. Βέβαια όλοι όσοι το αναπαράγουν το θέμα χωρίς γνώση του αντικειμένου, αλλά κυρίως χωρίς να γνωρίζουν το σκεπτικό της γνωμοδότησης του ΝΣΚ τείνουν να οδηγηθούν σε λάθος συμπέρασμα, διότι το ζήτημα αγγίζει το σκληρό πυρήνα των διατάξεων του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και κατοικίας.

Ας ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα με απλά λόγια για να μπορέσει να καταλάβει ο κόσμος τι πρέπει να κάνει σε αντίστοιχες  περιπτώσεις, πώς να προστατέψει την ιδιωτική του ζωή και το άσυλο της οικογενειακής του εστίας και ποια είναι τα αναγνωρισμένα από το Σύνταγμα δικαιώματά του για να προστατευτεί από την ολοένα και αυξανόμενη επέμβαση του κρατικού μηχανισμού στο σκληρό πυρήνα των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του.

Ποιος έχει δικαίωμα να εισέλθει στο σπίτι σας (φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια).

Καταρχάς ΚΑΝΕΝΑΣ και το εννοώ αυτό, ΔΕΝ έχει το δικαίωμα ούτε να «παρασκύψει» από την πόρτα της κατοικίας μας, του διαμερίσματός μας, του προσωπικού και ιδιωτικού μας χώρου ή τέλος πάντων του χώρου που για τον καθένα μας αποτελεί το μέρος που έχει επιλέξει για να φυλάξει τις προσωπικές του και οικογενειακές του στιγμές, ΧΩΡΙΣ το λεγόμενο ένταλμα.

Τι είναι ένταλμα και ποια τα στοιχεία του.

Το ένταλμα είναι μια δικαστική εντολή που την υπογράφει δικαστικός ή εισαγγελικός κυρίως λειτουργός και το οποίο στηρίζεται σε ισχυρές ενδείξεις τέλεσης ποινικών αδικημάτων τα οποία θα γίνουν ανιχνεύσιμα και θα συμπεριληφθούν σε μια δικογραφία ΜΟΝΟ με την επέμβαση στον ιδιωτικό χώρο του εν δυνάμει κατηγορουμένου.

Έτσι, λοιπόν, ο πολίτης ΔΕΝ ανοίγει ούτε τη πόρτα σε κάποιον που ΔΕΝ διαθέτει Ένταλμα ακόμη και αν είναι ο εισαγγελέας.

Τώρα, υπάρχει η επιπλέον προστασία του Συντάγματος στην προσωπική ζωή των πολιτών που θέλει αυτός που έχει το ένταλμα στα χέρια του για να εισέλθει σε προσωπικό χώρο να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της δικαστικής αρχής.

Τι να κάνετε αν σας χτυπήσουν τη πόρτα.

Δηλαδή, εάν σας χτυπήσουν τη πόρτα και σας δείξουν ένταλμα, καταρχήν ανοίγετε την πόρτα σας. Το αμέσως επόμενο ερώτημά σας είναι «ποιος από εσάς είναι ο εκπρόσωπος της δικαστικής αρχής». Σε αντίστοιχες περιπτώσεις συνήθως παρουσιάζεται κάποιος πταισματοδίκης-ειρηνοδίκης. Σε περισσότερο πολύπλοκες υποθέσεις εμφανίζονται εισαγγελικοί πάρεδροι, αντιεισαγγελείς ή εισαγγελείς.

Τι να κάνετε εάν έχει ένταλμα αλλά δεν υπάρχει δικαστικός εκπρόσωπος.

Έτσι λοιπόν, εάν κάποιος έχει ένταλμα, αλλά δεν συνοδεύεται από δικαστικό εκπρόσωπο, ΔΕΝ θα του επιτρέψετε να εισέλθει στο σπίτι σας για έρευνα(φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια). Ας κινήσει τις διαδικασίες που νομίζει ότι μπορούν να σας περιορίσουν, αλλά ΔΕΝ είναι νόμιμη και συνταγματική η έρευνα χωρίς την παρουσία δικαστικού εκπροσώπου. Στη πράξη εάν δεν τους επιτρέψετε την είσοδο, θα επιστρέψουν με τη παρουσία δικαστικού εκπροσώπου.

Ποια η διαφορά φοροέρευνας και ποινικής έρευνας.

Πριν προχωρήσουμε καλό θα ήταν να γνωρίζει ο πολίτης ότι η έρευνα των αρχών που λειτουργούν ως ανακριτικοί υπάλληλοι που συλλέγουν στοιχεία για ποινικές δικογραφίες απαιτούν τόσο ένταλμα όσο και παρουσία δικαστικού εκπροσώπου σε κάθε περίπτωση εισόδου σε χώρο ιδιωτικής κατοικίας ή σε χώρο επαγγελματικής στέγης όπου η πρόσβαση δεν είναι ελεύθερη στο ευρύ κοινό (π.χ. κατά την ώρα που το κατάστημα δεν λειτουργεί φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια.

Ας έλθουμε τώρα στο ζήτημα της γνωμοδότησης του ΝΣΚ περί των εφόδων των εφοριακών στα σπίτια χωρίς τη παρουσία εκπροσώπου ης δικαστικής αρχής.

Τι άλλαξε στις φορολογικές παραβάσεις με τους μνημονιακούς νόμους.

Για ελέγχους με αμιγώς διοικητικό ενδιαφέρον όπως π.χ. τα φορολογικά ΔΕΝ απαιτείται ένταλμα ή παρουσία δικαστικού εκπροσώπου (φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια). Ωστόσο, στην μετά μνημονίου εποχή όλες οι διοικητικής φύσης παραβάσεις με φορολογικό ενδιαφέρον είναι ταυτόχρονα και ποινικά αδικήματα και μάλιστα τα περισσότερα αυτόφωρα και κακουργήματα που επισύρουν βαριές ποινές.

Συνεπώς, όλες οι έρευνες των φορολογικών αρχών είναι ταυτόχρονα και προανακριτικές αφού η οποιαδήποτε παράβαση την ώρα του ελέγχου οδηγεί αναπόφευκτα τις αρχές σε σύλληψη του ελεγχόμενου πολίτη στα πλαίσια του αυτοφώρου.

ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΣΥΖΗΤΆΜΕ ΤΕΤΟΙΑ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΑ (φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια) ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ ΕΦΟΔΙΑΣΜΕΝΟΥ ΜΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ;

τι λέει η απόφαση του ΝΣΚ.

Η ισχνή πλειοψηφία του ΝΣΚ ξεκινάει το σκεπτικό με μια ανάλυση της έννοιας του ασύλου της κατοικίας για να καταλήξει παραπέμποντας σε μια ανάλυση σε βιβλιογραφία περί των ατομικών δικαιωμάτων του καθηγητή Χρυσόγονου. Ωστόσο, η παραπομπή στο βιβλίο του Συνταγματολόγου αναφέρεται σε περιόδους όπου η νομοθεσία περί των φορολογικών αποτελούσε μόνο διοικητική παράβαση που επέσυρε ποινές μόνο χρηματικές (π.χ. πρόστιμο). Σήμερα όμως που το 99% των φορολογικών παραβάσεων είναι ταυτόχρονα και ποινικά αδικήματα, δεν μπορούμε να μιλάμε για άρση των ατομικών ελευθεριών χωρίς τις προστατικές διατάξεις του συντάγματος περί προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.

Η ισχυρή μειοψηφία εντόπισε το συνταγματικό ζήτημα και το παρέθεσε με την ενδιαφέρουσα αιτιολογία καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι αδιανόητος ο έλεγχος χωρίς τη παρουσία δικαστικού εκπροσώπου (φορο-έφοδοι σε επιχειρήσεις-σπίτια).

Παράδειγμα.

Θα κλείσουμε με ένα παράδειγμα. Σκεφτείτε να εισέλθει ο απλός υπάλληλος της εφορίας σε ένα σπίτι και να αρχίσει να κατάσχει αντικείμενα. Ποιος θα διασφαλίσει την απογραφή των υπαρχόντων πραγμάτων, την εξέλιξη της διαδικασίας, τον έλεγχο των ανθρώπων που θα συνοδεύουν τον υπάλληλο, το σκεπτικό για το ποιο αποτελεί έλεγχος στα πλαίσια διοικητικής έρευνας ή κατάσχεση πραγμάτων για χρήση ως αποδεικτικού υλικού στα πλαίσια μιας μελλοντικής ποινικής διαδικασίας.

Σε γενικές γραμμές μην αφήνετε να εισέρχεται κανείς στο χώρο σας, εάν δεν έχει ένταλμα και δεν συνοδεύεται από εκπρόσωπο της δικαστικής αρχής. Είναι παράνομος και μπορείτε να στραφείτε δικαστικά εναντίον του. Η δε κατηγορία της αντίστασης κατά της αρχής σε βάρος σας, ως ποινικό αδίκημα προσκρούει νομικά και πραγματικά σε πλείονες διατάξεις περί άρσης του άδικου χαρακτήρα ή του καταλογισμού του φερόμενου ως δράστη.

 

Η γνωμάτευση του ΝΣΚ για τις φοροεφόδους χωρίς τη παρουσία δικαστικόυ εκπροσώπου

Αριθμός 2282/2014 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 
ΤΜΗΜΑ Β΄ 

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2014 με την εξής σύνθεση: Φ. 
Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, 
Ηρ. Τσακόπουλος, Σύμβουλοι, Ι. Δημητρακόπουλος, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. 
Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος. 

 Για να δικάσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, την από 4 Ιουλίου 2006 
προσφυγή: 

 του ... του ..., κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης(οδός ... αρ. ..), ο οποίος δεν παρέστη, 

 κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Φαρμάκη, Πάρεδρο του 
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. 

 Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί το υπ’ αριθμ. 7/2006 προσωρινό φύλλου 
ελέγχου φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Β΄ ΔΟΥ Ηρακλείου. 

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου. 

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος διατύπωσε την άποψή 
του επί των προδικαστικών ερωτημάτων. 

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ 
α ι 

             Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α 

                    Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο 

1. Επειδή, με την από 4.7.2006 προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου 
Ηρακλείου, o ... ζήτησε την ακύρωση του υπ’ αριθμ. 7/2006 προσωρινού φύλλου ελέγχου φόρου 
εισοδήματος του Προϊσταμένου της Β΄ Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου. 

 2. Επειδή, το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου Χανίων, επιληφθέν της εν λόγω 
προσφυγής, με την 689/2013 απόφασή του, δέχθηκε α) ότι το επίδικο φύλλο ελέγχου δεν φέρει 
ημερομηνία έκδοσης, η δε έλλειψή του αυτή συνιστά, ενόψει της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 
του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, νομική πλημμέλεια, η οποία, όμως, δεν προβλήθηκε με την 
προσφυγή, β) ότι η ως άνω νομική πλημμέλεια θα ελεγχόταν μεν αυτεπαγγέλτως, βάσει της 
διάταξης της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας 
(ΚΔΔ), αλλά ο έλεγχος αυτός αποκλείεται στην υπό κρίση φορολογική υπόθεση, σύμφωνα με τη 
νεότερη διάταξη της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου του ΚΔΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 
20 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και γ) ότι, πάντως, το επίδικο φύλλο ελέγχου προκύπτει ότι έχει 
εκδοθεί μεταξύ της 28 Απριλίου 2006 (ημερομηνία σύνταξης της οικείας έκθεσης ελέγχου του 
ελεγκτή εφοριακού ... .., η οποία αναφέρεται στην πρώτη σελίδα του επίδικου φύλλου ελέγχου) και 
της 2 Ιουνίου 2006 (ημερομηνία κατά την οποία επιδόθηκε το επίδικο φύλλο ελέγχου στο ... ..., 
όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης, που περιλαμβάνεται στο φάκελο της 
υπόθεσης). Κατόπιν τούτων, το εν λόγω δικαστήριο υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ 
εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 3900/2010, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «α) 
[…] ο περιορισμός του αυτεπάγγελτου (εκ μέρους του διοικητικού πρωτοδικείου) ελέγχου της 
νομιμότητας της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης ή παράλειψης της φορολογικής ή 
τελωνειακής αρχής μόνο για να διακριβωθεί αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου (άρθρο 79 παρ. 5 
περίπτ. Α΄ περ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η παρ. 5 προστέθηκε με το άρθρο 20 
παρ. 1 του ν. 3900/2010) παραβιάζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του 
Συντάγματος) σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) ; […] 
Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι υφίσταται παράβαση των παραπάνω συνταγματικών 
διατάξεων, πώς θα αποκατασταθεί η διαπιστωθείσα παράβαση ; […]. β) Αν είναι σύμφωνη με το 
Σύνταγμα η παραπάνω περ. 2 της περίπτ. Α΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής 
Δικονομίας και ο προσφεύγων δεν επικαλεστεί την έλλειψη ημερομηνίας εκδόσεως της 
προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης της τελωνειακής ή φορολογικής αρχής, ως λόγο 
ακυρώσεώς της, μήπως πρέπει να επιτραπεί και στην περίπτωση αυτή ο αυτεπάγγελτος (εκ μέρους 
του διοικητικού πρωτοδικείου) έλεγχος της νόμιμης βάσης της πράξης, μέσω τελολογικής 
επέκτασης του γράμματος της παραπάνω διάταξης, προκειμένου να ακυρωθεί η χωρίς ημερομηνία 
εκδόσεως πράξη της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής ; Αν [όχι …] ποιού χρονικού σημείου το 
νομικό και πραγματικό καθεστώς θα ληφθεί υπόψη προκειμένου να κριθεί η αρμοδιότητα του 
οργάνου που εξέδωσε την πράξη αυτή και γενικά η νομιμότητα της έκδοσής της; γ) Αν είναι βέβαιη 
η ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης ελέγχου της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, η οποία 
αποτέλεσε έρεισμα για την έκδοση της καταλογιστικής πράξης της εν λόγω αρχής, και αναγράφεται 
η ημερομηνία αυτή στο σώμα της πράξης, και αν, επιπλέον, από τα στοιχεία του φακέλου της 
υπόθεσης προκύπτει η ημερομηνία επίδοσης της πράξης σε εκείνον τον οποίον αφορά και αν, 
επιπλέον, μεταξύ των δύο παραπάνω ημερομηνιών δεν έχει επέλθει καμία μεταβολή του κρίσιμου 
νομικού και πραγματικού καθεστώτος, τότε μήπως κατ’ εξαίρεση η έλλειψη ημερομηνίας έκδοσης 
της πράξης δεν είναι αναγκαίο να καταλήξει σε ακύρωση αυτής […] ; » 

 3. Επειδή, η από 7.4.2014 πράξη του Προέδρου του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της 
Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή της υπόθεσης και περί εισαγωγής της στην 
επταμελή σύνθεση του Τμήματος δημοσιεύθηκε προσηκόντως, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 
3900/2010 και τα οριζόμενα στην πράξη αυτή. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το σχετικό (από 
15.4.2014) αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Παντελή Μοχιανάκη, αντίγραφο της 
προαναφερόμενης πράξης του Προέδρου του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου κοινοποιήθηκε 
νομίμως στον προσφεύγοντα, ο οποίος δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του 
Συμβουλίου της Επικρατείας. 

 4. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, όταν 
διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει ζήτημα γενικότερου 
ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, μπορεί, με απόφασή του που 
δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της 
Επικρατείας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το ζήτημα που τίθεται με το προδικαστικό 
ερώτημα πρέπει να ανακύπτει πράγματι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαφοράς, δηλαδή να είναι 
κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυσή της, και τούτο να τεκμηριώνεται επαρκώς στην απόφαση 
που διατυπώνει το ερώτημα, άλλως το τελευταίο είναι απαράδεκτο και το Συμβούλιο της 
Επικρατείας δεν το απαντά (βλ. ΣτΕ 1841/2013 Ολομ., 761/2014 επταμ.). Αντίθετα, για το 
παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος, το διοικητικό δικαστήριο δεν απαιτείται να λαμβάνει 
και, μάλιστα, αιτιολογημένα, θέση επί του νομικού ζητήματος που τίθεται με αυτό, αν και κάτι 
τέτοιο είναι σκόπιμο, προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.). 

 5. Επειδή το άρθρο 16 του (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 2690/1999, Α΄ 45) Κώδικα 
Διοικητικής Διαδικασίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο και τύπος [της διοικητικής 
πράξης]» ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι «Η διοικητική πράξη είναι έγγραφη, αναφέρει την εκδούσα 
αρχή και τις εφαρμοζόμενες διατάξεις, φέρει δε χρονολογία καθώς και υπογραφή του αρμόδιου 
οργάνου. Στην ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται, επίσης, η τυχόν δυνατότητα άσκησης της, 
κατ’ άρθρο 25, ειδικής διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, γίνεται δε μνεία του αρμόδιου για 
την εξέτασή της οργάνου, της προθεσμίας, καθώς και των συνεπειών παράλειψης της άσκησής 
της. Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες πληροφορίες της υπηρεσίας δεν 
μπορεί να παραγάγει συνέπειες σε βάρος του προσφεύγοντος. Η παράλειψη αναφοράς των 
εφαρμοζόμενων διατάξεων, καθώς και των κατά τη δεύτερη περίοδο στοιχείων, δεν επάγεται 
ακυρότητα της πράξης.». 

 6. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, 
ερμηνευόμενων ενόψει της αρχής της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, ναι μεν η διοικητική 
πράξη, όπως το επίδικο φύλλο ελέγχου, πρέπει να φέρει την ημερομηνία έκδοσής της, διότι με βάση 
την χρονολογία αυτή κρίνεται το νομικό και πραγματικό καθεστώς που είναι ληπτέο υπόψη για 
την εγκυρότητά της (πρβλ. ΣτΕ 453/2011, 73/2001, 250/1996), αλλά η έλλειψη του ως άνω 
στοιχείου, το οποίο είναι ουσιώδες και καταρχήν αναγκαίο για τη νομιμότητα της πράξης (πρβλ. 
ΣτΕ 453/2011, 73/2001, 250/1996, 1262/1991, 2513/1986, 2956/1964), δεν επάγεται ακυρότητα 
αυτής σε περίπτωση, κατά την οποία από το όλο περιεχόμενο της πράξης ή/και τα στοιχεία του 
φακέλου της υπόθεσης συνάγεται ότι αυτή εκδόθηκε μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών, ο 
δε καθορισμός της ακριβούς χρονολογίας έκδοσής της δεν ασκεί επιρροή στην ανεύρεση του 
κρίσιμου για την επίλυση της διαφοράς νομικού και πραγματικού καθεστώτος, το οποίο δεν 
μεταβλήθηκε ανάμεσα στις δύο αυτές ημερομηνίες (πρβλ. Conseil d’Etat 4.6.1954, Sieur Vingtain, 
Rec. Lebon 1954, σελ. 342-343). 

 7. Επειδή, εν όψει της παραπάνω απάντησης στο τρίτο (υπό στοιχ. γ΄) προδικαστικό ερώτημα, 
συνάγεται ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχει λόγος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης διοικητικής 
πράξης εξ αιτίας της παράλειψης μνείας σε αυτήν της ημερομηνίας έκδοσής της, δεδομένου ότι το 
επίδικο φύλλο ελέγχου εκδόθηκε μεταξύ της 28 Απριλίου 2006 (ημερομηνίας σύνταξης της οικείας 
έκθεσης ελέγχου του ελεγκτή εφοριακού .., η οποία αναφέρεται στην πρώτη σελίδα του) και της 2 
Ιουνίου 2006 (ημερομηνίας κατά την οποία το επίδικο φύλλο επιδόθηκε στο ....., όπως προκύπτει 
από το φάκελο της υπόθεσης), μεταξύ δε των δύο αυτών ημερομηνιών δεν εχώρησε μεταβολή του 
κρίσιμου για την υπόθεση νομικού καθεστώτος, δεν προκύπτει δε, ούτε προβάλλεται ότι εχώρησε 
μεταβολή του πραγματικού. 

 8. Επειδή, κατόπιν τούτου, τα δύο άλλα (υπό στοιχ. α΄ και β΄) προδικαστικά ερωτήματα, τα 
οποία αναφέρονται στον αυτεπάγγελτο έλεγχο από τον διοικητικό δικαστή ενός τέτοιου λόγου 
ακυρώσεως, δεν είναι λυσιτελή για την επίλυση της παρούσας διαφοράς και, συνακόλουθα, 
κρίνονται απαράδεκτα, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4. 

 9. Επειδή, το Τμήμα, αφού απάντησε στο προδικαστικό ερώτημα που του υποβλήθηκε 
παραδεκτώς, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου, 
για την περαιτέρω κατ’ ουσία εκδίκασή της. 

                                 Δια ταύτα 

 Επιλύει το ζήτημα που του τέθηκε παραδεκτώς ως εξής: 

 Κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 του (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 
2690/1999, Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ναι μεν η διοικητική πράξη πρέπει να αναφέρει 
την ημερομηνία έκδοσής της, διότι με βάση την χρονολογία αυτή κρίνεται το νομικό και 
πραγματικό καθεστώς που είναι ληπτέο υπόψη για την εγκυρότητά της, αλλά η έλλειψη του ως 
άνω στοιχείου, δεν επάγεται ακυρότητα αυτής σε περίπτωση κατά την οποία από το όλο 
περιεχόμενο της πράξης ή/και τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης συνάγεται ότι αυτή 
εκδόθηκε μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών, ο δε καθορισμός της ακριβούς χρονολογίας 
έκδοσής της δεν ασκεί επιρροή στην ανεύρεση του κρίσιμου για την επίλυση της διαφοράς νομικού 
και πραγματικού καθεστώτος, το οποίο δεν μεταβλήθηκε ανάμεσα στις δύο αυτές ημερομηνίες. 

 Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου. 
 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια 
συνεδρίαση της 23ης του ιδίου μήνα και έτους. 

      Ο Πρόεδρος του Β' Τμήματος                   Ο Γραμματέας του Β' Τμήματος 

        Φ. Αρναούτογλου                                   Ι. Μητροτάσιος
Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply