νέος κώδικας ποινικής δικονομίας – Σαρωτικές αλλαγές στη δομή της ποινικής δικαιοσύνης κατά το αγγλοσαξωνικό μοντέλο – Υπερεξουσίες εισαγγελέων και συνδιαλλαγή με το κατηγορούμενο για το ύψος της ποινής

νέος κώδικας ποινικής δικονομίας

νέος κώδικας ποινικής δικονομίας

νέος κώδικας ποινικής δικονομίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αυξημένες εξουσίες δίνει στους εισαγγελείς ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας κυρίως με την εισαγωγή του θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής όπως την βλέπουμε στο αγγλοσαξονικό μοντέλο.

Σύμφωνα με το συγκεκριμένο μοντέλο συνδιαλλαγής ο εισαγγελέας έχει την δυνατότητα να επιβάλλει ποινές και να “παζαρεύει” με τον κατηγορούμενο το ύψος των ποινών αυτών οι οποίες εφόσον ο κατηγορούμενος δεχτεί την συνδιαλλαγή είναι πολύ επιεικείς και οδηγούν στην πλειονότητά τους στην αναστολή τους.

Ακόμη και στη περίπτωση των κακουργημάτων που επισύρουν ποινή μέχρι 10 έτη κάθειρξης εφόσον η ποινή είναι έως 5 έτη θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ εφόσον γίνει δεκτή η συνδιαλλαγή από τον κατηγορούμενο και πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 99 ΠΚ.

Σε διαφορετική περίπτωση η ποινή μετατρέπεται σε χρηματική και μάλιστα με το μισό της αξίας από αυτή που προέβλεπε εάν τελικά γινόταν η δίκη.

Όπως παρατηρούμε “σπάει” το ανακριτικό μοντέλο των δικαστηρίων όπου ο εισαγγελέας προτείνει μόνο και το δικαστήριο αποφασίζει για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου με βάση τη σχηματισθείσα δικογραφία και το αποδεικτικό υλικό και ο Εισαγγελέας υποκαθιστά την κρίση του δικαστηρίου επιβάλλοντας (και όχι προτείνοντας) ποινές προς τον κατηγορούμενο.

Όπως παρατηρούμε το εύρος των ποινών μέσα στα οποία κινείται ο εισαγγελέας στην ποινική συνδιαλλαγή είναι για τα πλημμελήματα :

α) δεν μπορεί να υπερβαίνει το μισό του ανώτατου ορίου της προβλεπόμενης στο νόμο φυλάκισης ή χρηματικής ποινής.  Δηλαδή εάν προβλέπεται ανώτατη ποινή για ένα πλημμέλημα 5 έτη (που είναι και η ανώτατη κατά κανόνα) τότε η πεπιβληθείσα ποινή δε μπορεί να υπερβαίνει τα 2,5 έτη. Με αυτά τα δεδομένα η ποινή μόνιμα θα αναστέλλεται ή θα μετατρέπεται. Δηλαδή δεν υπάρχει κίνδυνος φυλάκισης.

και για τα κακουργήματα:

β) κυμαίνεται από 6 μήνες έως τα 3/5 του ανωτάτου ορίου της προβλεπόμενης στο νόμο. Εδώ το εύρος είναι σαφώς μεγαλύτερο, διότι εάν προβλέπεται ποινή 10 έτη κάθειρξης για ένα κακούργημα το εύρος είναι από 6 μήνες έως 3/5 χ 10 = 6 έτη. Βέβαια εδώ εφόφον δηλαδή επιβληθεί το ανώτατο της ποινής από τον εισαγγελέα στα 6 έτη ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα να αφεθεί ελεύθερος εκτίοντας τα 2/5 χ 6 = 2,4 έτη.

Δηλαδή εάν για ένα κακούργημα ήταν δυνατό να επιβληθεί κάθειρξη 10 ετών με τη ποινική συνδιαλλαγή ο κατηγορούμενος θα μπορεί να βγεί σε 2,4 έτη.

Βέβαια , σύμφωνα με τις αλλαγές θα διασφαλίζεται η δυνατότητα της ίσης μεταχείρισης και  το τεκμήριο αθωότητας κατά τη στιγμή της αξιολόγησης της ποινικής απαξίας της πράξης για την ποινή που τελικά θα επιβληθεί αλλά αυτό μένει να το διαπιστώσουμε στη πράξη.

Επίσης εάν κάποιος κατηγορούμενος που θα δεχτεί την ποινική συνδιαλλαγή εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα 2/5 της ποινής του σε κάθειρξη μπορεί να απολυθεί ενώ για ποινές φυλάκισης αρκεί και το1/5 έκτισης της ποινής.

Βέβαια το πρακτικό θα επικυρώνεται αντίστοιχα από το μονομελές πλημμελειοδικείο ή εφετείο αντίστοιχα με τη βαρύτητα της πράξης χωρίς ουσιαστική κρίση περί του περιεχομένου της συνδιαλλαγής από τον δικαστή και με την απόφαση αυτή να καθίσταται αμετάκλητη, χωρίς να δίδεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο εφόσον προκύψουν νέα δεδομένα να επανέλθει στην ουσία της υπόθεσης(εκτός εάν ισχύουν αναλογικά τα άρθρα περί αναψηλάφησης της δίκης).

Ειδικά για τον ανήλικο εγκληματία ο εισαγγελέας θα έχει αποφασιστικό ρόλο, υποκαθιστώντας εν τοις πράγμασι τα δικαστήρια ανηλίκων. Ο εισαγγελέας θα μπορεί να επιβάλει αναμορφωτικά μέτρα απευθείας με διάταξή του σε βάρος του ανηλίκου.

Τέλος, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος ότι όσα περιήλθαν σε γνώση του αρμόδιου εισαγγελέα δεν θα επηρεάσουν τη πρότασή του στο ακροατήριο(εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία), αν και  η διάταξη θα προβλέπει ότι η διαδικασία θα συνεχίζεται κανονικά χωρίς να μπορούν να αξιοποιηθούν λεπτομέρειες που περιήλθαν σε γνώση των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της συνδιαλλαγής.

 

κάτωθι το κείμενο των αλλαγών που θα ψηφιστούν και αφορούν την ποινική συνδιαλλαγή:

 

Άρθρο 45 Α-Αποχή από ποινική δίωξη ανηλίκου. 1. Αν ανήλικος τελέσει αξιόποινη πράξη, η οποία είναι πταίσμα ή πλημμέλημα, ο εισαγγελέας μπορεί να απόσχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης αν κρίνει, ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου, ότι η άσκησή της δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Απαιτείται σε κάθε περίπτωση ακρόαση του ανηλίκου.

2. Στον ανήλικο μπορεί να επιβληθούν με διάταξη του εισαγγελέα ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α` έως και ια` του άρθρου 122 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και η καταβολή χρηματικού ποσού μέχρι χιλίων (1.000) ευρώ σε μη κερδοσκοπικό ή κοινωφελές νομικό πρόσωπο. Με την ίδια διάταξη ορίζεται και η προθεσμία συμμόρφωσης. Αν ο ανήλικος συμμορφωθεί με τα μέτρα και τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν, ο εισαγγελέας ενεργεί σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 43 παρ. 2. Σε αντίθετη περίπτωση ο εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1.

 

 

Άρθρο 45 Β.- Ποινική συνδιαλλαγή στα πλημμελήματα.

1 Αν πρόκειται για αυτεπάγγελτα διωκόμενη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, εφόσον κρίνει βάσιμη την καταγγελία που περιέχεται στη μήνυση, την αναφορά ή την πληροφορία, χαρακτηρίζει την πράξη και, πριν κινήσει την ποινική δίωξη ή διατάξει προκαταρκτική εξέταση, καλεί τον κατηγορούμενο αυτεπαγγέλτως ή και με αίτηση του ιδίου να εμφανιστεί ενώπιόν του ο ίδιος ή με συνήγορο εντός ορισμένης προθεσμίας για ποινική συνδιαλλαγή.

2. Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, δεχτεί την επιβολή ποινής, ο εισαγγελέας προτείνει το ύψος της. Σχετικά συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται και από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορο που τυχόν παρέστη, στο οποίο αναγράφεται ο τελικός χαρακτηρισμός της πράξης για την οποία και ασκεί την ποινική δίωξη, η ποινή και η αναστολή ή μετατροπή αυτής.  Το πρακτικό επικυρώνεται σε δημόσια συνεδρίαση από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο.

3.Το ύψος της ποινής που προτείνεται καθορίζεται με βάση την απαξία της πράξης, τις συνθήκες τέλεσής της, το είδος της υπαιτιότητας και τους οικονομικούς όρους του δράστη και δεν μπορεί να υπερβαίνει το μισό του ανώτατου ορίου της προβλεπόμενης στο νόμο φυλάκισης ή χρηματικής ποινής. Αν στο νόμο προβλέπεται σωρευτικά χρηματική ποινή και φυλάκιση προτείνεται μόνο φυλάκιση. Η φυλάκιση αναστέλλεται υποχρεωτικά, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 99 ΠΚ. αναστέλλεται ύστερα από συμφωνία, ή μετατρέπεται υποχρεωτικά σε χρηματική με το μισό του κατωτέρου ορίου μετατροπής για κάθε μέρα όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 82 ΠΚ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 82 και 99 επ. ΠΚ.

4. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν επιτευχθεί η ποινική συνδιαλλαγή, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά.

45Γ – Ποινική συνδιαλλαγή στα κακουργήματα.

1. Στις περιπτώσεις των κακουργημάτων αρμοδιότητας Μονομελούς Εφετείου (άρθρο 110) και εκείνων που τιμωρούνται με ποινή κάθειρξης μέχρι 10 χρόνια και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου, ο Εισαγγελέας Εφετών, μετά από αίτημα του κατηγορουμένου που υποβάλλεται μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης, καλεί τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί ενώπιόν του μετά ή δια συνηγόρου που έχει ειδική προς τούτο εντολή εντός ορισμένης προθεσμίας για ποινική συνδιαλλαγή. Την ίδια υποχρέωση έχει ο Εισαγγελέας Εφετών πριν υποβάλλει την πρότασή του.

 

2. Αν το παραπάνω αίτημα του κατηγορουμένου υποβληθεί ενόσω διαρκεί η κυρία ανάκριση, η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως δια του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να εφαρμοστεί η διαδικασία της παρ. 1. Αν πρόκειται για κακούργημα όπου η κυρία ανάκριση περατώνεται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών πριν καταρτίσει την πρότασή του υποβάλλει για τον ίδιο σκοπό τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών.

3. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν επιτευχθεί η ποινική συνδιαλλαγή, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά.

4. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, ο Εισαγγελέας του διορίζει υποχρεωτικά από το σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου.

5. Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, δεχτεί την επιβολή ποινής, ο εισαγγελέας εφετών προτείνει το ύψος της και σε περίπτωση συρροής τη συνολική. Σχετικά συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται και από τον κατηγορούμενο και τον υποχρεωτικά παριστάμενο συνήγορο, στο οποίο αναγράφεται η ποινή και η αναστολή ή μετατροπή αυτής. Το πρακτικό επικυρώνεται μέσα σε δέκα ημέρες από την υπογραφή του σε δημόσια συνεδρίαση από το Μονομελές Εφετείο, η απόφαση του οποίου είναι αμετάκλητη.

Μετά την υπογραφή του πρακτικού, ο Εισαγγελέας Εφετών μπορεί με διάταξή του να άρει η να αντικαταστήσει τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που τυχόν έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται.

6. Συνδιαλλαγή μπορεί να γίνει και στο ακροατήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Για το σκοπό αυτό, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης υποδεικνύει υποχρεωτικά τη δυνατότητα εφαρμογής της παραπάνω διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή, αν τελικά επιτευχθεί συνδιαλλαγή, καταχωρείται στα πρακτικά και επικυρώνεται από το ίδιο δικαστήριο.

7. Το ύψος της ποινής που προτείνεται καθορίζεται με βάση την απαξία της πράξης, τις συνθήκες τέλεσής της, το είδος της υπαιτιότητας και τους οικονομικούς όρους του δράστη και κυμαίνεται από 6 μήνες έως τα 3/5 του ανωτάτου ορίου της προβλεπόμενης στο νόμο. Αν στο νόμο προβλέπεται στερητική της ελευθερίας ποινή και χρηματική ποινή προτείνεται μόνο η πρώτη. Εφόσον συμφωνηθεί ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια, αυτή αναστέλλεται υποχρεωτικά, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 99 ΠΚ· συμφωνία, ή μετατρέπεται υποχρεωτικά σε χρηματική με το μισό του κατωτέρου ορίου μετατροπής για κάθε μέρα όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 82 ΠΚ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 82 και 99 επ. ΠΚ.

8.Όσοι καταδικάστηκαν κατά τα παραπάνω σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης (άρθρα 105 επ. ΠΚ) και εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο: α)προκειμένου για φυλάκιση το 1/5 της ποινής τους β) προκειμένου για κάθειρξη τα 2/5 της ποινής τους.

9. Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων η συνδιαλλαγή μπορεί να αφορά και ένα ή περισσότερα από αυτά.

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply