Προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση επαγγελματικών οφειλών προς τράπεζες ν. 3816/2010 – Σκεπτικό δικαστηρίου

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 1928/2010

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Πέτρο Πρέκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίστηκε κατόπιν
της κατά νόμο κληρώσεως.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2010 χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα
για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.” που εδρεύει στο Μαρούσι
Αττικής [οδός …] και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της …..

Του καθ’ ου η αίτηση: Ι. Π. του Γ., κατοίκου Ηρακλείου [οδός …], ο οποίος
εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 5-5-2010 αίτηση αναστολής που κατατέθηκε με
αριθμό Γ.Α. ΑΣΦ 1771/10-5-2010 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην
αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα περιέχονται στα
σημειώματα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η
αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν ο δικαστής κρίνει
ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα
και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης,
αναγκαία προϋπόθεση για τη χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης, είναι η προηγούμενη ή
σύγχρονη με την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, άσκηση της κατ’ άρθρο 933 ή 936 ανακοπής,
όπως προκύπτει από τη χρήση του όρου “ανακόπτοντος”, προϋποτίθεται δηλαδή η νόμιμη
άσκηση ανακοπής με κατάθεση και επίδοση δικογράφου. Περαιτέρω, ουσιαστική προϋπόθεση για
την αναστολή είναι η πιθανολόγηση του παραδεκτού της ανακοπής, καθώς και η βασιμότητα
ενός τουλάχιστον λόγου της. Τέλος, η χορήγηση της αναστολής προϋποθέτει πιθανολόγηση ότι
η, εκκρεμής ακόμη, αναγκαστική εκτέλεση, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα
(ΜΠρΑθ 1577/2009 ΕλλΔνη 2009.626, ΜΠρΑθ 9184/2006 Δ 2007.336, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα
Ερμηνεία ΚΠολΔ υπό άρθρο 938 αρ. 1-2, Γέσιου – Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως
Γενικό Μέρος [1998] σελ. 804, Χαμηλοθώρη Ασφαλιστικά Μέτρα [2010] σελ. 512).

Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης που επισπεύδει εναντίον της ο καθ’ ου η αίτηση, εκθέτοντας ότι κατά του κύρους
αυτής έχει ασκήσει ανακοπή της οποίας πιθανολογείται η ευδοκίμηση, η δε ενέργεια της
αναγκαστικής εκτέλεσης θα προκαλέσει στην ίδια ανεπανόρθωτη βλάβη. Η αίτηση αρμοδίως
εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του
άρθρου 938 του ίδιου Κώδικα. Πρέπει συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, πιθανολογήθηκαν τα
ακόλουθα: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/21-12-2009 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου
του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Α.Β. και για ικανοποίηση απαίτησης
του καθ’ ου η αίτηση, με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθμ. 21942/2009 διαταγή πληρωμής του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκε αναγκαστικά ένα ακίνητο ιδιοκτησίας της
αιτούσας και συγκεκριμένα ένα αγροτεμάχιο στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Γαζίου του
νομού Ηρακλείου στη θέση “…” ή “…”, έκτασης 27.481,40 τ.μ., όπως το ακίνητο αυτό
περιγράφεται ειδικότερα κατά θέση και όρια στην προαναφερόμενη έκθεση. Το παραπάνω
ακίνητο εκτιμήθηκε κατά την ελεύθερη κρίση του ως άνω επιμελητή στο ποσό των δύο
εκατομμυρίων τετρακοσίων χιλιάδων (2.400.000) ευρώ, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/29-
12-2009 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή,
ημερομηνία πλειστηριασμού είχε ορισθεί η 7-4-2010, κατόπιν δε ασκήσεως ανακοπής του
άρθρου 954 παρ. 4 του ΚΠολΔ εκ μερούς της αιτούσας, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1174/2010
απόφαση του δικαστηρίου τούτου, με την οποία διορθώθηκε η αξία των κατασχεθέντων κατά τα
σε αυτήν ειδικότερα οριζόμενα και ορίσθηκε νέα ημέρα πλειστηριασμού η 2-6-2010. Κατά του
κύρους των ως άνω πράξεων εκτέλεσης (ήτοι της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης
καθώς και της περίληψης αυτής), η αιτούσα έχει ασκήσει την από 4-5-2010 και με αριθμό
κατάθεσης Γ.Α. 3602/ΤΜ 640/2010 ανακοπή, ζητώντας την ακύρωση τους ισχυριζόμενη ότι α] η
εναντίον της αναγκαστική εκτέλεση ασκείται καταχρηστικά και β] η αιτούσα έχει ζητήσει
την υπαγωγή της στις διατάξεις του ν. 3816/2010, συνεπώς δεν επιτρέπεται η διενέργεια
αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την 31-7-2010. Αντίγραφο της ανακοπής με κλήση για τη
δικάσιμο της 21-9-2011 επέδωσε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης, όπως προκύπτει από
την υπ’ αριθμ. …/11-5-2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο
Ηρακλείου Ζ.Φ. Η ανακοπή αυτή πιθανολογείται ότι θα γίνει τυπικά δεκτή, δεδομένου ότι
ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας της 934 παρ. 1β του ΚΠολΔ, τούτο δε διότι
κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία προβολής του λόγου ανακοπής περί της αντίθεσης της
εκτέλεσης στα χρηστά ήθη, κρίνεται ανάλογα με τα όσα ισχύουν για τους λόγους που αφορούν
το ελάττωμα της προσβαλλόμενης πράξης. Έτσι, εάν η κατάχρηση αναφέρεται στην εγκυρότητα
του εκτελεστού τίτλου, με την έννοια του ότι η εκτέλεση διενεργείται δυνάμει τυπικώς
εγκύρου τίτλου, ο οποίος όμως αποκτήθηκε σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 281 του
ΑΚ, ή όταν η προηγούμενη συμπεριφορά του επισπεύδοντος δημιούργησε στον οφειλέτη την
εύλογη πεποίθηση για την μη εκτέλεση του τίτλου σε βάρος του, ο λόγος αυτός πρέπει να
προβληθεί εντός της προθεσμίας της διάταξης της παρ. 1α του άρθρου 934. Εάν όμως ο λόγος
αναφέρεται στην απαίτηση ή τον τρόπο διεξαγωγής της εκτελεστικής διαδικασίας, όπως
συμβαίνει εν προκειμένω, ισχύει η προθεσμία της διάταξης της παρ. 1β του ίδιου άρθρου
(βλ. ΟλΑΠ 12/2009, ΑΠ 1183/2009, ΑΠ 1195/2009, ΑΠ 1333/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 95/2006
ΕλλΔνη 2006.475, ΑΠ 916/2004 ΧρΙΔ 2005.161, ΑΠ 279/2004 ΕλλΔνη 2005.431, ΕφΘεσ 587/2009
ΕφΑΔ 2009.1003, ΕφΑθ 1433/2007 ΕφΑΔ 2008.235, Φαλτσή ό.π. σελ. 566 και 572 – 573,
Αρβανιτάκης Προθεσμία προσβολής της καταχρηστικής κατάσχεσης ΕπιστΕπΑρμ 1990 σελ. 73
επόμ., Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα υπό άρθρο 934 αρ. 10, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ υπό άρθρο 934
αρ. 25).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η σε βάρος της αναγκαστική
εκτέλεση ασκείται καταχρηστικά, διότι η αξία του κατασχεθέντος τελεί σε δυσαναλογία με
το ύψος της οφειλής της προς τον καθ’ ου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος
(άρθρο 116 ΚΠολΔ, με την έννοια της κατάχρησης δικονομικών δυνατοτήτων, σε συνδυασμό με
άρθρο 281 ΑΚ) πιθανολογείται όμως ότι θα απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος από το
δικαστήριο της ανακοπής, καθώς η ανακόπτουσα δεν εκθέτει περιουσιακά στοιχεία που
ανήκουν στην ιδιοκτησία της, τα οποία βάσει της αξίας τους να είναι ανάλογα με την
οφειλή της προς τον καθ’ ου. Πέραν αυτού όμως, ακόμη και αν το δικαστήριο θεωρήσει
ορισμένο τον ως άνω ισχυρισμό και τον εξετάσει κατ’ ουσίαν, πιθανολογείται ότι αυτός θα
απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο διότι κατά την έννοια των παραπάνω
διατάξεων, κατάχρηση των δικονομικών δυνατοτήτων του δανειστή που μπορεί να κριθεί
καταχρηστική και συνεπώς άκυρη, υπάρχει, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, όταν υφίσταται
δυσαναλογία μεταξύ μέσου και σκοπού, υπερβολική δηλαδή καταπίεση του οφειλέτη,
λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των κατ’ ιδίαν περιστάσεων. Κατά τη στάθμιση όμως της
δυσαναλογίας θα πρέπει να συνεκτιμάται αν ο οφειλέτης έχει και άλλα χρέη, γεγονός το
οποίο προμηνύει αναγγελίες άλλων δανειστών και θέτει έτσι εν αμφιβόλω την ικανοποίηση
της αξίωσης του δανειστή (βλ. Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα ό.π. υπό άρθρο 116 αρ. 9). Στην
κρινόμενη όμως περίπτωση, είναι γνωστή η δεινή οικονομική θέση της καθ’ ης η ανακοπή, η
οποία άλλωστε εκτός των άλλων έχει οφειλή ύψους άνω του ενός εκατομμυρίου εκατό χιλιάδων
(1.100.000) ευρώ, όπως προκύπτει από την αίτησή της για υπαγωγή στις διατάξεις του ν.
3816/2010, την οποία προσκομίζει και επικαλείται η ίδια. Εκτός των παραπάνω όμως, όπως
προκύπτει από το υπ’ αριθμ. …/22-12-2009 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Ηρακλείου
το οποίο προσκομίζει και επικαλείται ο καθ’ ου η αίτηση, στο ίδιο ως άνω κατασχεθέν
ακίνητο υπάρχουν, πέραν της προσβαλλόμενης κατάσχεσης, εγγεγραμμένες προσημειώσεις
υποθήκης για ποσά άνω των δέκα τεσσάρων εκατομμυρίων (14.000.000) ευρώ, γεγονός το οποίο
καθιστά βέβαιη την αναγγελία και άλλων δανειστών. Με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα
καταρρίπτεται ο ισχυρισμός περί δυσαναλογίας μέσου και σκοπού, τον οποίο αβάσιμος
προτείνει η αιτούσα.

Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής η αιτούσα ισχυρίζεται ότι δεν επιτρέπεται η
εναντίον της διενεργούμενη αναγκαστική εκτέλεση, δεδομένου ότι η ίδια έχει υποβάλλει
αίτηση για τη ρύθμιση της οφειλής της σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3816/2010. Κατά τη
διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, “φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία
έχουν συνάψει με πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων για επιχειρηματικούς,
επαγγελματικούς ή αγροτικούς σκοπούς, δικαιούνται να ζητήσουν από τα ιδρύματα αυτά και
να επιτύχουν την υπαγωγή σε ρύθμιση των συνολικών οφειλών από την κάθε σύμβαση δανείου ή
πίστωσης οι οποίες έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 30-6-2007 και μέχρι τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου. Αν η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί, προϋπόθεση για τη
ρύθμιση είναι να υφίσταται ληξιπρόθεσμη οφειλή με καθυστέρηση τουλάχιστον τριών μηνών
… Το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής που υπάγεται σε ρύθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει
για κάθε σύμβαση το ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ”.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη
διάταξη της παρ. 5 του ίδιου άρθρου “οι αιτήσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλών
των προηγουμένων παραγράφων υποβάλλονται μέχρι τις 15-4-2010. Τα πιστωτικά ιδρύματα
υποχρεούνται να γνωστοποιούν στον οφειλέτη μέσα σε τριάντα μέρες από την υποβολή της
αίτησης το ύψος της οφειλής που προκύπτει κατά τα ανωτέρω. Από τη δημοσίευση του
παρόντος νόμου και μέχρι την 31-7-2010 δεν επιτρέπεται η έναρξη ή η συνέχιση της κύριας
διαδικασίας της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός αν έχει διενεργηθεί ήδη ο
πλειστηριασμός, για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων από οποιοδήποτε φυσικό ή
νομικό πρόσωπο … … για οποιαδήποτε αιτία οφειλής και υπό τον όρο ότι ο οφειλέτης θα
έχει εμπρόθεσμα σχετική αίτηση υπαγωγής στις ρυθμίσεις του παρόντος. Ο οφειλέτης
επικαλείται και αποδεικνύει την εμπρόθεσμη υποβολή της αίτησης”· Τέλος, κατά την παρ. 8
του ίδιου άρθρου (1 ν. 3816/2010) “δικαίωμα να ζητήσουν την υπαγωγή στο νόμο αυτόν έχουν
οι πρωτοφειλέτες, οι εγγυητές και οι καθολικοί διάδοχοι τους, εφόσον διαθέτουν
φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα”, ενώ με το άρθρο 10 παρ. 26α ν. 3840/2010
προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στην παραπάνω διάταξη σύμφωνα με το οποίο “η ασφαλιστική και
φορολογική ενημερότητα δύναται να προσκομιστεί μέχρι την 31-5-2010 …
“. Στην προκείμενη
περίπτωση η αιτούσα, για να θεμελιώσει την ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού της περί
υπαγωγής της στις διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου, προσκομίζει και επικαλείται τις
από 17-3-2010 σχετικές αιτήσεις της προς την “… Τράπεζα”, με τις οποίες ζητεί να
ρυθμιστούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της από την υπ’ αριθμ. … δανειακή σύμβαση, της
οποίας η ληξιπρόθεσμη οφειλή ανέρχεται στο ποσό των 1.119.256,57 ευρώ. Όπως όμως
προκύπτει από το σώμα των ως άνω αιτήσεων, η αιτούσα κατά την κατάθεσή της δεν ήταν
εφοδιασμένη με ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα, όπως είναι υποχρεωμένη σύμφωνα με
την προαναφερόμενη διάταξη προκειμένου να δικαιούται να ζητήσει τη ρύθμιση της οφειλής
της (βλ. σχετική σημείωση του παραλαβόντος τις αιτήσεις αρμοδίου υπαλλήλου Κ.Π.), ενώ
και στο σημείωμα που κατέθεσε δεν επικαλείται την ύπαρξη των παραπάνω δικαιολογητικών, ή
τυχόν ενέργειές της από τις οποίες να καθίσταται έστω πιθανή η προσκόμιση τους την
τελευταία ημέρα της σχετικής προθεσμίας (31-5-2010), η οποία συμπίπτει και με την,
υποχρεωτική από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο, ημέρα δημοσίευσης της
παρούσης. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η αιτούσα δεν έχει το δικαίωμα υπαγωγής στις
διατάξεις του ν. 3816/2010 λόγω της έλλειψης της κατά νόμο απαιτούμενης ασφαλιστικής και
φορολογικής ενημερότητας, συνεπώς και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής πιθανολογείται ότι
θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Πέραν όμως από τα προαναφερόμενα, πρέπει για την πληρότητα της παρούσας απόφασης να
σημειωθούν και τα παρακάτω: Η απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής με το σκεπτικό
που αμέσως πιο πάνω εκτέθηκε, προϋποθέτει ότι θα γίνει δεκτό από το δικαστήριο της
ανακοπής ότι εν προκειμένω τυγχάνουν εφαρμογής και οι λοιπές ως άνω διατάξεις του ν.
3816/2010, κάτι που δεν είναι αυτονόητο όπως θα εκτεθεί παρακάτω. Ειδικότερα, ζήτημα
γεννάται περί του κατά πόσον η υπαβολή αίτησης από έναν οφειλέτη προς το πιστωτικό
ίδρυμα με το οποίο έχει συνάψει σύμβαση δανείου, κωλύει την έναρξη ή τη συνέχιση
αναγκαστικής εκτέλεσης και από άλλους δανειστές, οι οποίοι δεν αποτελούν πιστωτικά
ιδρύματα, σύμφωνα και με το σχετικό ισχυρισμό του καθ’ ου η αίτηση. Και είναι μεν αληθές
ότι η γραμματική ερμηνεία του γ’ εδαφίου της παρ. 5 όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οδηγεί
στην αποδοχή της άποψης ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα, καθώς η
διατύπωση “δεν επιτρέπεται η έναρξη ή η συνέχιση … … από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό
πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των οργανισμών κοινωνικής
ασφάλισης” δεν καταλείπει περιθώρια ανάπτυξης διαφορετικής άποψης. Κατά την κρίση του
δικαστηρίου τούτου όμως, εάν το συγκεκριμένο νομοθέτημα ενταχθεί στο πλαίσιο μίας σειράς
παρόμοιων νομοθετικών παρεμβάσεων τα τελευταία δέκα χρόνια και ιδωθεί μέσα από το
συγκεκριμένο πρίσμα, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η επιλογή της συγκεκριμένης
φράσης υπήρξε άστοχη από νομοτεχνικής απόψεως, και δεν αντανακλά το πνεύμα του νόμου και
την αληθινή βούληση του νομοθέτη, η οποία δεν είναι η αναστολή των διενεργούμενων
αναγκαστικών εκτελέσεων και από ιδιώτες. Ισχυρό επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής
αποτελούν καταρχάς τα αναγραφόμενα στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3816/2010, όπου
αναφέρεται επί λέξει “οι διατάξεις του σχεδίου νόμου δίνουν τη δυνατότητα σε
επιχειρήσεις, επαγγελματίες και αγρότες που έχουν περιέλθει σε δυσχερή οικονομική θέση,
μέσα από τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα και την
αναστολή ή τη μετάθεση της εκπλήρωσης δανειακών τους υποχρεώσεων να ανασάνουν …”, στη
συνέχεια δε “επιχειρήσεις, επαγγελματίες και αγρότες μπορούν πλέον να ομαλοποιήσουν τις
σχέσεις τους με τα πιστωτικά ιδρύματα, να αποφύγουν τις διαδικασίες αναγκαστικής
εκτέλεσης που εκκρεμούν σε βάρος τους και να οργανώσουν σε νέα βάση την εξυπηρέτηση των
οφειλών τους …”. Σε επόμενο δε εδάφιο της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου νόμου
παρατίθεται και η συγκεκριμένη παράμετρος που οδήγησε στη συγκεκριμένη νομοθετική
παρέμβαση, ήτοι η έλλειψη διαπραγματευτικής ισότητας μεταξύ των συμβαλλομένων κατά τη
σύναψη δανειακών κτλ. συμβάσεων (“στο επίκεντρο των διατάξεων είναι οι μικρές και
μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αγρότες, που πραγματικά δυσκολεύονται στην ομαλή
αποπληρωμή των υποχρεώσεων τους και κατ’ εξοχήν στερούνται διαπραγματευτικής δύναμης
απέναντι στα πιστωτικά ιδρύματα”). Περαιτέρω, ενισχυτικό της θέσης ότι οι διατάξεις του
ως άνω νόμου δεν αφορούν στις οφειλές προς ιδιώτες αποτελεί και το γεγονός ότι με
εξαίρεση την προπαρατιθέμενη έκφραση (της παρ. 5), σε κανένα άλλο σημείο του
νομοθετήματος ή της αιτιολογικής έκθεσης δεν γίνεται λόγος για οφειλές προς ιδιώτες:
πράγματι, στην παρ. 1 του πρώτου άρθρου του νόμου συναντούμε τη φράση “φυσικά ή νομικά
πρόσωπα τα οποία έχουν συνάψει με πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις … δικαιούνται να
ζητήσουν από τα ιδρύματα αυτά …”, ενώ στην παρ. 4 (όπου ρυθμίζεται το ζήτημα των
προγενέστερα ληξιπροθέσμων οφειλών), γίνεται ευθεία παραπομπή στην παρ. 1 ως προς το
είδος των οφειλών (“οφειλέτες από συμβάσεις της παρ. 1”). Επίσης, στο Ειδικό Μέρος της
αιτιολογικής έκθεσης του νομοσχεδίου, το πρώτο μέρος επιγράφεται “Ρυθμίσεις Οφειλών
Επιχειρήσεων και Επαγγελματιών προς τα Πιστωτικά Ιδρύματα” ενώ τη ίδια διατύπωση
διατηρείται και στο Σχέδιο Νόμου. Τέλος, στην παρ. 6 του άρθρου 1, όπου θεσπίζεται
ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές από τις μη εισέτι καταγγελθείσες συμβάσεις
χρηματοδοτικής μίσθωσης, επαναλαμβάνεται ο όρος “με χρηματοδοτικά και πιστωτικά
ιδρύματα”.

Πέραν όμως από τα παραπάνω, τα οποία αποτελούν παρατηρήσεις σε επίπεδο τύπου, παρόμοιο
συμπέρασμα εξάγεται και από τις έξης σκέψεις, αυτή τη φορά κατόπιν της ουσιαστικής
διερεύνησης του ζητήματος: Κατά την άποψη του δικαστηρίου αποτελεί αναντίρρητη παραδοχή
το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ληξιπροθέσμων οφειλών που
προέρχονται από δανειστικές συμβάσεις, το συμβαλλόμενο μέρος από το οποίο οι οφειλέτες
χρειάζονται προστασία με τη μορφή τέτοιων νομοθετικών παρεμβάσεων, δεν είναι οι ιδιώτες
δανειστές αλλά τα πιστωτικά ιδρύματα, ακριβώς λόγω της διαπραγματευτικής υπεροχής τους
κατά τη σύναψη των συμβάσεων. Και τούτο διότι στις συμβάσεις αυτές οι όροι είναι σχεδόν
πάντοτε προδιατυπωμένοι, οι αντισυμβαλλόμενοι δεν έχουν περιθώρια επιβολής όρων προς τις
τράπεζες, καθώς εκείνο που πρωτίστως τους απασχολεί είναι η χρηματοδότηση τους ώστε να
επιτύχουν τον επαγγελματικό ή επιχειρηματικό τους στόχο, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση
ανώμαλης εξέλιξης της αποπληρωμής, να συσσωρεύονται δυσανάλογα σε σχέση με το δανεισθέν
κεφάλαιο ποσά, από τόκους και ανατοκισμό.
Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από τη θέση σε
ισχύ των διατάξεων των άρθρων 30 ν. 2789/2000, 42 ν. 2912/2001 και 39 ν. 3259/2004, με
τις οποίες επιχειρήθηκε και στο πρόσφατο παρελθόν ο περιορισμός των απαιτήσεων των
τραπεζών από τόκους οι οποίοι υπερέβαιναν το εκάστοτε οριζόμενο ποσοστό επί του
ληφθέντος κεφαλαίου, αλλά και της εντελώς πρόσφατης Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της
16-9-2009 (ΦΕΚ Α’ 181/2009), κυρωθείσας στη συνέχεια με το ν. 3814/2010, με το άρθρο 5
της οποίας ανεστάλησαν οι πλειστηριασμοί που επισπεύδονταν από πιστωτικά ιδρύματα μέχρι
31-12-2009 κατά τα εκεί ειδικότερα οριζόμενα. Σημειώνεται, σε συνάρτηση με το
εξεταζόμενο ζήτημα, ότι σε όλες τις παραπάνω νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες είχαν ως
στόχο την ανακούφιση των δανειοληπτών και την αντιμετώπιση του ανακύψαντος φαινομένου
της υπερχρέωσης αυτών, αποδέκτες των ρυθμίσεων ήταν πάντοτε οι τράπεζες και γενικότερα
τα πιστωτικά ιδρύματα, όχι δε και οι ιδιώτες.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, επειδή δεν πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση
ουδενός λόγου της ασκηθείσης ανακοπής, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ενώ τα
δικαστικά έξοδα της καθ’ ης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας (άρθρο 178 παρ. 3
Κώδικα περί Δικηγόρων) όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλει σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η αίτηση, τα οποία
καθορίζει σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Ηράκλειο σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση
στο ακροατήριο του στις 31-5-2010 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους
δικηγόρους τους.

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

3 Comments

    Leave A Reply