Η ένορκη Βεβαίωση και η θέση της στη δικονομία. Η ισχύς, η απόδειξη, η δικονομική της κατάταξη και λοιπά ζητήματα επί του θέματος.

Η ένορκη Βεβαίωση και η θέση της στη δικονομία. Η ισχύς, η απόδειξη, η δικονομική της κατάταξη και λοιπά ζητήματα επί του θέματος.

Ένορκη βεβαίωση είναι το επώνυμο αποδεικτικό μέσο με το οποίο πρόσωπο το οποίο έχει την ιδιότητα του μάρτυρα και υπό τις ίδιες με τους μάρτυρες νόμιμες προϋποθέσεις βεβαιώνει ενόρκως, αλλά εγγράφως, την γνώση του επί πραγματικών περιστατικών.

Οι προϋποθέσεις υποστατού και παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης:

(α) Κλήτευση των αντιδίκων με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύδει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης,

(β) τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο (2) εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορισμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης,

(γ) πλήρες περιεχόμενο κλήσης, σύμφωνα με το άρθρ. 422 §1 ΚΠολΔ, το οποίο να διαλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα. Την αγωγή (ή ένδικο βοήθημα ή μέσο), που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα,

(δ) λήψη μέχρι πέντε (5) τον αριθμό ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον (τουλάχιστον λειτουργικά) αρμόδιου οργάνου (ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου),

Με το άρθρο 422 § 3 ΚΠολΔ προβλέπεται ο αριθμητικός περιορισμός των ενόρκων βεβαιώσεων. Ο περιορισμός αυτός ισχύει πλέον τόσο για την τακτική όσο και για τις ειδικές διαδικασίες. Οι διάδικοι καταθέτουν μέχρι 5 βεβαιώσεις με τις προτάσεις τους και μέχρι 3 βεβαιώσεις για αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων των αντιδίκων τους.

Εφόσον κατατεθεί έκτη κατά σειρά ένορκη βεβαίωση με τις προτάσεις, δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ως απαράδεκτη.

Σημειώνεται πάντως ότι ο αριθμητικός περιορισμός δεν ισχύει στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, λόγω της ισχύος της ανακριτικής αρχής που είναι ασυμβίβαστη με αυτό τον αριθμητικό περιορισμό, ούτε στα ασφαλιστικά μέτρα, καθώς και σε αυτά ισχύει η ελεύθερη απόδειξη και ο δικαστής μπορεί νομίμως να λάβει υπόψη ακόμα και αποδεικτικά μέσα κατά παρέκκλιση των κανόνων της τακτικής διαδικασίας.

(ε) ιδιότητα μάρτυρα (τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν),

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 62, 64 § 2, 339, 409 §§ 1 και 2, 410, 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ: «δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι` αυτό να έχει (κατ’ αρχήν τουλάχιστον) την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και για την ταυτότητα του λόγου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοίκησης αυτού». Τούτο συνάγεται κυρίως από το άρθρο 415 ΚΠολΔ, που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση, όμως, αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο ,επιτρεπόμενο όταν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν καθόλου ή αποδείχθηκαν ατελώς από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη.

Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 397/2016, 1080/2015, 2194/2014, 715/2013), το αυτό δε ισχύει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για την ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατ’ άρθ.671§1 ΚΠολΔ. (ΑΠ 715/2013).

(στ) ορκοδοσία και

(ζ) εμπρόθεσμη υποβολή της βεβαίωσης με τις προτάσεις (κι εφόσον αφορά σε αντίκρουση προηγηθείσης ένορκης βεβαίωσης, με την προσθήκη).

  • Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους (ή δεν αναφέρονται στην κλήση τα λοιπά στοιχεία του άρθρ. 118 ΚΠολΔ), η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη (εκτός από την περίπτωση «ζ», όπου είναι απαράδεκτη) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ωστόσο, τα ελαττώματα που σχετίζονται με την κλήτευση (υπό στοιχεία «α, β και γ» ανωτέρω) θεραπεύονται εμπράκτως δια της παραστάσεως του αντιδίκου του κλητεύοντος διαδίκου κατά την διαδικασία λήψης της ένορκης βεβαίωσης.

–           Στοιχεία μη αποτελούντα όρους του υποστατού:

Σύμφωνα με το άρθ. 421 ΚΠολΔ., η ένορκη βεβαίωση πρέπει να λαμβάνεται ενώπιον ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου με συγκεκριμένη τοπική αρμοδιότητα (αυτή της έδρας του δικαστηρίου, κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα).

Το άρθ. 424 φαίνεται να επιβάλλει κατά την διατύπωσή του το ανυπόστατο και στις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον τοπικά αναρμόδιου ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου. Ωστόσο, κατά την τελολογικά ορθότερη άποψη, τέτοιες ένορκες βεβαιώσεις δεν καθίστανται αυτοδικαίως άκυρες (ανυπόστατες), αλλά άκυρες με απόδειξη δικονομικής βλάβης (159 § 3 ΚΠολΔ.) από την πλευρά του κλητευόμενου αντιδίκου και με αντίστοιχη κήρυξή της ως άκυρων με δικαστική απόφαση. Και τούτο, διότι στον σκληρό πυρήνα των απαραίτητων στοιχείων του υποστατού της ένορκης βεβαίωσης ανήκει η λήψη της ενώπιον λειτουργικά αρμόδιου οργάνου (π.χ. λήψη από συμβολαιογράφο και όχι από ληξίαρχο) και όχι η λήψη ενώπιον τοπικά αρμόδιου. Εξάλλου, η αναρμοδιότητα δεν αποτελεί ούτε στο πλαίσιο της δίκης προϋπόθεση που συνεπάγεται απαράδεκτο της αγωγής, κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορεί να συνεπάγεται απαράδεκτο αποδεικτικού μέσου.

–           Ένορκες βεβαιώσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια:

Η ένορκη βεβαίωση που ελήφθη στο πλαίσιο άλλης δίκης κατόπιν νόμιμης εκεί τήρησης των προϋποθέσεων λήψης της («εξώδικη ένορκη βεβαίωση»), αποτελεί δικαστικό τεκμήριο και λαμβάνεται ως τέτοιο υπόψη, υπό τον περιορισμό του άρθ. 395 ΚΠολΔ.

Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, δεδομένου ότι αυτές, εφόσον δεν λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται, το δε δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ’ αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που ελήφθησαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που ελήφθησαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013).

–           Ένδικα μέσα

Ιδρύει λόγο αναίρεσης (559 αρ. 11 ΚΠολΔ) η λήψη υπόψη ανυπόστατης ή απαράδεκτης ένορκης βεβαίωσης ή ένορκης βεβαίωσης κατά παράβαση του περιορισμού του άρθ. 393 (και χωρίς μνεία στην απόφαση της ουσία εξαίρεσης του άρθ. 394) ή η λήψη υπόψη (ή η παράλειψη λήψης υπόψη) από το δικαστήριο της ουσίας νόμιμης ένορκης βεβαίωσης, εφόσον δεν προκύπτει ρητώς από το κείμενο της απόφασης ότι ελήφθη υπόψη.

Η ψευδής ένορκη βεβαίωση που αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη ποινική απόφαση αποτελεί λόγο αναψηλάφησης του άρθ. 544 αρ. 6, εξομοιούμενη έτσι απολύτως με την ψευδή μαρτυρική κατάθεση και με τα ψευδή ή πλαστά εν γένει αποδεικτικά μέσα.

–           Δικαίωμα προβολής ισχυρισμών του αντιδίκου στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης

Το άρθρ. 423 § 2 ΚΠολΔ προβλέπει ότι «ενστάσεις και αιτήσεις εξαίρεσης κατά εκείνου, που δίδει τη βεβαίωση, καταχωρίζονται στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης, κρίνονται όμως από το Δικαστήριο».

Η μη καταχώρηση ενδεχόμενης ένστασης του κλητευθέντος αντιδίκου είτε διότι δεν παραστάθηκε κατά την λήψη της ένορκης βεβαίωσης, είτε διότι παραστάθηκε και δεν πρότεινε την ένσταση ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, δεν συνεπάγεται απαράδεκτο της προβολής της για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι η λήψη ένορκης βεβαίωσης δεν αποτελεί δίκη, ώστε να ελέγχεται το παραδεκτό της προβολής βάσει της αρχής της συγκεντρώσεως ή του δεδικασμένου, αλλά διαδικαστική πράξη της αποδεικτικής διαδικασίας στην οποία δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω αρχές.

Συνεπώς, θα μπορεί ο διάδικος να αντικρούσει την ένορκη βεβαίωση που προσκόμισε ο αντίδικός του με την προσθήκη του, δηλαδή κατά το πρώτο στάδιο της δίκης αμέσως μετά την παραδεκτή προσκόμιση της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις (237 §§ 1,2 και 591§ 1 περ. ε’ και στ’ ΚΠολΔ).

  • Ενιαίοι κανόνες τόσο στην τακτική, όσο και στις ειδικές διαδικασίες

Όλα τα ανωτέρω εφαρμόζονται ενιαία τόσο στην τακτική όσο και στις ειδικές διαδικασίες (κατά παραπομπή του άρθρ. 591 § 1), αφού μετά το ν. 4335/2015 απαλείφθηκαν οι ειδικές διατάξεις των άρθρ. 650 § 1 και 671 § 1 ΚΠολΔ. που προέβλεπαν κλήτευση προ 24ώρου και σε αντικατάστασή τους δεν εισήχθησαν άλλες με ειδικότερο περιεχόμενο. Συνεπώς, τόσο ως προς την προθεσμία κλήτευσης όσο και ως προς το υποχρεωτικό περιεχόμενο της κλήσης, θα εφαρμόζονται ομοίως στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίες τα άρθρ. 421 – 424 ΚΠολΔ.

Επίσης, εφόσον το ένδικο αντικείμενο απόδειξης υπόκειται στο περιορισμό του άρθ. 393, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε στην τακτική ούτε στις ειδικές διαδικασίες (340 § 1 και 395 ΚΠολΔ).

 

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply