φυλακές υψίστης ασφαλείας τύπου γ: Ποιοι θα κρατούνται εκεί και ποια αδικήματα οδηγούν σε αυτές – άδειες κρατουμένων και απόλυση υπό όρους
φυλακές υψίστης ασφαλείας τύπου γ
Ποιοι οδηγούνται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας τύπου γ
Ενήλικοι κρατούμενοι: α) που έχουν καταδικαστεί για τα εγκλήματα των άρθρων
134,135,135Α, 138,187Α Ποινικού Κώδικα σε συνολική ποινή κάθειρξης άνω των δώδεκα ετών ή
β) που έχουν καταδικαστεί για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385
παράγραφος 1 περίπτωση α’ Ποινικού Κώδικα σε συνολική ποινή κάθειρξης άνω των δεκαπέντε
ετών, εφόσον αυτά τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα ή γ) που
κατηγορούνται για τα εγκλήματα των άρθρων της περίπτωσης σ’ και κρίνονται ιδιαίτερα
επικίνδυνοι κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω, κρατούνται σε καταστήματα κράτησης Γ’ τύπου ή
σε αυτοτελή τμήματα Γ’ τύπου. Ενήλικοι κρατούμενοι, για οποιοδήποτε άλλο κακούργημα, που
κρίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνοι, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, για την ασφάλεια της χώρας
και τη δημόσια τάξη, καθώς και για την τάξη και την ασφάλεια στα καταστήματα κράτησης Α’ ή Β’
τύπου, και α) έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα για τα οποία επιβλήθηκε ποινή ισόβιας ή
πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δώδεκα ετών ή κατηγορούνται για εγκλήματα που επισύρουν
ποινή ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών ή β) έχουν καταδικαστεί ή
κατηγορούνται για το έγκλημα του άρθρου 174 Ποινικού Κώδικα ή γ) έχουν τελέσει τα εξής
περιοριστικά αναφερόμενα πειθαρχικά παραπτώματα: γα) βίαιη απόδραση περισσότερων
κρατουμένων με ενωμένες δυνάμεις, γβ) άσκηση βίας κατά μελών του προσωπικού του
καταστήματος, γγ) εν γνώσει κατασκευή ή κατοχή αιχμηρών ή εν γένει επικίνδυνων αντικειμένων,
τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα και γδ) απόδραση κρατουμένου, κρατούνται
ομοίως σε καταστήματα κράτησης Γ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ τύπου. Τα αυξημένα μέτρα
ασφαλείας των καταστημάτων κράτησης αυτής της κατηγορίας τελούν υπό τον έλεγχο του
αρμόδιου δικαστικού λειτουργού και δεν αποκλείεται να επηρεάζουν επί το αυστηρότερο τον
τρόπο διαβίωσης μέσα σε αυτά.»
Σε ποιες περιπτώσεις χορηγούνται άδειες
Στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης άλλου, πλην του Γ τύπου για τα εγκλήματα: α)
των άρθρων 134,135,135Α, 138 και 187Α Ποινικού Κώδικα ή β) για τα εγκλήματα των άρθρων
299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α’, εφόσον τα εγκλήματα της
περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, άδειες χορηγούνται
δύο έτη πριν τη συμπλήρωση: α) είκοσι ετών πραγματικής έκτισης της ποινής, προκειμένου για
ποινή ισόβιας κάθειρξης και β) των 3/5 πραγματικής έκτισης της ποινής, προκειμένου για ποινή
πρόσκαιρης κάθειρξης.»
Ο ως άνω θεσμός δεν εφαρμόζεται στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης Γ’ τύπου
ή σε αυτοτελή τμήματα Γ τύπου. Στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης άλλου πλην του
Γ’ τύπου: α) για τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α Ποινικού Κώδικα ή β)
για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α’
Ποινικού Κώδικα, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου
187 Ποινικού Κώδικα, άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης χορηγείται υπό τις προϋποθέσεις
συμπλήρωσης των ορίων λήψης τακτικών αδειών από τους εν λόγω κρατούμενους.
Στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης Γ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ’ τύπου δεν
χορηγούνται άδειες.
Ποιοι μπορούν να απολυθούν από τις φυλακές υπό όρους
Στον κατάδικο που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για τα εγκλήματα των άρθρων 187Α και 299
Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτό τελείται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα δεν
χορηγείται υπό όρο απόλυση, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για
χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι ετών.
Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης που
δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου
έκτισης της ποινής, η οποία υπόκειται σε ανάκληση, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των
άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει ή εκτίουν με οποιονδήποτε
τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής. Η διάταξη δεν εφαρμόζεται αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο από τον
εισαγγελέα και μέχρι, στην περίπτωση αυτή, να καταστεί αμετάκλητη η σχετική απόφαση.
Εξαιρούνται από τη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου όσοι έχουν καταδικαστεί για
κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 187,187Α, 299, 322, 323Α, 324, 336, 339, 342,
348Α, 349, 351, 351Α και 380 παράγραφοι 1β και 2 του Ποινικού Κώδικα.
Όσοι απολύονται, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παραγράφου 1, αν υποπέσουν, μέσα σε
πέντε έτη από την αποφυλάκισή τους, σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστούν
αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή περιορισμού μεγαλύτερη του
έτους,
εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία έχουν απολυθεί υπό όρο.
Στους απολυόμενους, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την ίδια διάταξή του, μπορεί να
επιβάλει: α) την υποχρέωσή τους να εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις
αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένουν, β) τη μη απομάκρυνσή τους, χωρίς έγγραφη άδειά
του, από τον ως άνω τόπο, γ) οποιονδήποτε άλλον όρο, από αυτούς που αναφέρονται στην
παράγραφο 3 του άρθρου 100 του Ποινικού Κώδικα, κρίνει σκόπιμο. Ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών, κατά την επιβολή των ως άνω όρων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την
προσωπικότητα, καθώς και τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες του
απολυόμενου. Σε περίπτωση που ο τελευταίος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, ο
εισαγγελέας πλημμελειοδικών διατάσσει την ανάκληση της απόλυσης.
Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης υποβάλλουν, μέσα σε δέκα ημέρες από τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου, στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής τους φακέλους
των καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
Απολύσεις, που γίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος, ανακοινώνονται από τους διευθυντές
των καταστημάτων κράτησης τόσο στις αρμόδιες υπηρεσίες Ποινικού Μητρώου, όπου
καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων όσο και στον Κλάδο Αλλοδαπών και
Προστασίας Συνόρων της Ελληνικής Αστυνομίας.
Η υπό όρο απόλυση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, δεν κωλύεται από τη μη
καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε.
Κάθε αμφισβήτηση, ως προς την εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού, λύεται από
το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στους κατάδικους που αποκτούν τις
προϋποθέσεις της παραγράφου 1: α) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε χρονικό
διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μετά από
άσκηση ενδίκου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευση του
παρόντος.
Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4043/2012 (Α’ 25) εφαρμόζονται και στους κρατούμενους
που εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας και πληρούν τις τασσόμενες με αυτό προϋποθέσεις
κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους καταδίκους που
αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις 30.6.2015 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος
νόμου ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά
τη δημοσίευσή του.
Όσοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα
σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης άνω των δέκα ετών για εγκλήματα που προβλέπονται στο Ν.
3459/2006 (Α’ 103), απολύονται υφ’ όρον, αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής
έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Την απόλυση διατάσσει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών
του τόπου έκτισης της ποινής.
Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 19 του Ν. 4242/2014 (Α’50) εφαρμόζονται και
στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις 31.12.2014 και εφόσον η
πάθησή τους προκύπτει από ιατρικά πιστοποιητικά δημοσίου θεραπευτικού ιδρύματος, που
τηρούνται στο φάκελο του καταδίκου και έχουν εκδοθεί έως τις 31 Μαΐου 2014 και β) μετά τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και εφόσον η έκτιση της
ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευσή του και πληρούν τις τασσόμενες με αυτόν
προϋποθέσεις κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους
καταδίκους, οι οποίοι πάσχουν από κάθε πάθηση που το διαπιστωμένο από υγειονομική επιτροπή
ποσοστό αναπηρίας είναι 67% και άνω.