Οι αλλαγές στον ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ με το νέο νόμο 3904/2010 (4ο μέρος του σχετικού άρθρου) – Τι αλλάζει στις εφέσεις στα βουλεύματα για το κατηγορούμενο και Εισαγγελέα – αιτήσεις αναστολής – όρια ποινών που δικαιολογούν άσκηση ενδίκων μέσων – αναιρέσεις ποινικών αποφάσεων – Ανασταλτική δύναμη της έφεσης – Κλητήριο Θέσπισμα και Ιδιάζουσα Δωσιδικία, Προσφυγή
το 4ο μέρος των αλλαγών στο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – συνεχίζεται στο 5ο μέρος με τις αλλαγές στους ειδικούς ποινικούς νόμους.
Δείτε το πρώτο μέρος
Οι αλλαγές στον ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ
Αν δεν χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης της ποινής, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να προσφύγει με αίτησή του στο δικαστήριο. Εάν προσφύγει και απορριφθεί η αίτησή του για αναστολή εκτέλεσης της ποινής τότε νέα αίτηση έχει το δικαίωμα να υποβάλλει εντός δύο μηνών από την απόρριψη της προηγούμενης.
Δεύτερη αίτηση αναστολής εκτέλεσης από τον κατηγορούμενο είναι απαράδεκτη,
αν δεν παρέλθουν δύο μήνες από την απόρριψη της προηγούμενης
Σε ποιους επιτρέπεται να ασκήσουν έφεση – διαδικασία – Εισαγγελέα και κατηγορούμενο μόνο εκεί που ο νόμος ορίζει ειδικά.
Εφεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στον κατηγορούμενο και στον
εισαγγελέα, στις περιπτώσεις των επόμενων άρθρων και σε όσες άλλες ορίζει
ειδικά ο νόμος
Πότε επιτρέπεται στο κατηγορούμενο να ασκήσει έφεση κατά βουλεύματος. Η προηγούμενη ρύθμιση της συγκεκριμένης διάταξης προέβλεπε ότι ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου ΜΟΝΟ για κακούργημα. Με την σημερινή αλλαγή περιορίζεται ακόμη περισσότερο το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προσβάλλει βουλεύματα πριν τη παραπομπή τους. Τώρα ΜΟΝΟ για πααπομπή σε κακουργήματα και μόνο για απόλυτη ακυρώτητα ή εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης νόμου.
Το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του
βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών το οποίο τον παραπέμπει στο
δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους:
α. της απόλυτης ακυρότητας και
β. της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
ο Εισαγγελέας μπορεί να προσβάλλει ένα βούλευμα εντός μηνός από την έκδοσή του, χωρίς να αναστέλει η άσκηση της εφέσεως την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου. Δηλαδή ο κατηγορούμενος αποφυλακίζεται εάν το βούλευμα τον απαλλάσσει, ακόμη και αν κατά αυτού του βουλεύματος ασκήσει έφεση ο Εισαγγελέας.
Ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση οποιοδήποτε βούλευμα του
συμβουλίου πλημμελειοδικών μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την έκδοση του
(άρθρο 306). Η προθεσμία αυτή και η έφεση που ασκήθηκε δεν αναστέλλουν την
αποφυλάκιση του κατηγορουμένου που έχει διαταχθεί με το προσβαλλόμενο
βούλευμα.
Αναίρεση του βουλεύματος από τον εισαγγελά πλημμελειοδικών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις
Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του
βουλεύματος, που αφορά κακούργημα, όταν αυτό παραπέμπει τον κατηγορούμενο ή
αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει προσωρινά ή οριστικά
την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη
Αναίρεση του βουλεύματος από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με δήλωσή του στη Γραμματεία και υπέρ του νόμου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και χωρίς να βλάπτονται οι διάδικοι.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση
οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου,
μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479, το δεύτερο εδάφιο του
οποίου εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Μετά την προθεσμία αυτή ο
ίδιος ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του βουλεύματος υπέρ του νόμου
και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την προδικασία χωρίς
να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.
ΠΟΙΑ είναι τα όρια των ποινών των δικαστηρίων που δικαιολογούν άσκηση ενδίκων μέσων άρθρο 489 ΚΠΔ.
α) κατά της απόφασης του πταισματοδικείου και του ειρηνοδικείου (άρθρο 116),
αν με αυτήν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κράτηση περισσότερο από είκοσι
ημέρες ή σε πρόστιμο πάνω από πεντακόσια ευρώ ή σε αποζημίωση ή σε χρηματική
ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από εκατό ευρώ συνολικά,
β) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου αν με αυτήν
καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από τρεις μήνες ή σε
χρηματική ποινή πάνω από χίλια ευρώ ή αν επιδικάστηκε εναντίον του
οποιαδήποτε αποζημίωση και ικανοποίηση πάνω από διακόσια πενήντα ευρώ
συνολικά ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται τις
στερήσεις και τις ανικανότητες που ορίζονται στην επόμενη περίπτωση (στοιχείο
γ’) ή ακόμα αν συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε
ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τρεις μήνες ή συνεπάγεται τα ίδια
αποτελέσματα,
γ) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του
εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 παράγραφοι 6 και 116) αν με αυτή
καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε μήνες ή σε
χρηματική ποινή πάνω από χίλια πεντακόσια ευρώ ή σε οποιαδήποτε ποινή που
συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή έκπτωση από δημόσια δημοτική
ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισμού σε αυτήν ή σε ποινή που
συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι
μεγαλύτερη από πέντε μήνες ή που συνεπάγεται τις παραπάνω στερήσεις και
ανικανότητες ή σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς
ενάγοντα πάνω από πεντακόσια ευρώ συνολικά,
δ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, με
την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης
νέων ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα,
ε) κατά της απόφασης του μονομελούς ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την
οποία ο ανήλικος που κατά την τέλεση της πράξης είχε συμπληρώσει το δέκατο
τρίτο έτος, δικάστηκε όμως μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της
ηλικίας του, καταδικάστηκε κατά το άρθρο 130 του Ποινικού Κώδικα σε ποινή
στερητική της ελευθερίας,
στ) κατά της απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς
εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της
ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον ενός
έτους για πλημμέλημα
Ανασταλτική δύναμη της έφεσης άρθρο 497 ΚΠΔ. Τι προβλέπεται όταν καταδικαστεί κανείς και η έφεσή του ΔΕΝ έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, δηλαδή ο καηγορούμενος οδηγείται στη φυλακή με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Μέχρι 3 χρόνια φυλάκισης η έφεση έχει πάντοτε ανασταλτικό αποτέλεσμα. Δηλαδή καταδίκη κατηγορουμένου από δικαστήριο μέχρι 3 έτη ΔΕΝ οδηγείται στη φυλακή. Στην πρόσκαιρη κάθειρξη δίνεται η ευχέρεια στο δικαστήριο. Η αίτηση αναστολής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξακολουθεί να ισχύει.
1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η
προθεσμία για την άσκηση της.
2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών
ετών, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.
3. Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η έφεση
έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς.
4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η
κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που
δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της
παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της
απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα
ασκήσει έφεση.
5. Το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιβάλει περιοριστικούς
όρους.
6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε
έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε.
7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση,
η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του
ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης,
μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση
απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό
εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Στον κατηγορούμενο
μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι. Εάν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση
δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της
απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη.
8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα, κατά την παράγραφο 4 του
παρόντος, στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της
πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι
δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη
χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του
ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για
απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή
των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν
αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες
του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της
πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση
χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτελέσεως, αν αιτιολογημένα κρίνει
ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια
υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν
παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα
από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής
εκτελέσεως.
9. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166, στο
δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις παραγράφους 6 και 7 αυτού του άρθρου.
Αν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου, δεν προσάγεται σε αυτό.
10. Για όλες τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και
ανικανότητες, το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως.
Τι ισχύει για την προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος από άτομα που απολαμβάνουν ιδιάζουσας δωσιδικίας. Η προσφυγή κατά του κλητηρίου Θεσπίσματος γίνεται ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών.
Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε με κλητήριο θέσπισμα απευθείας στο
ακροατήριο του τριμελούς εφετείου σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης 6 του
άρθρου 111 έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει
στο αρμόδιο συμβούλιο εφετών μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο
1.
Στα άρθρα 111 παρ. 6, 112 παρ. 3, 113 παρ. 1 περίπτωση Α’ στοιχείο γ’ και
περίπτωση Γ’ και 114 περίπτωση Γ’ ορίζεται το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να
κρίνει την έφεση.
1 Comments