Νέος Φορολογικός Νόμος – Ποινές για φοροδιαφυγή – Αρμοδιότητα – Διάρκεια εγκλημάτων – Αναστολή ποινών – Προθεσμίες

Οποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες
(Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα
για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή
φυλάκισης:

α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία,
συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την
ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5,
υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα
στην ανωτέρω περίπτωση α’. υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000)
ευρώ.

γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων
(50.000) ευρώ.


δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα
χιλιάδων (150.000) ευρώ.

Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση
των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.

Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή
του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται
υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή
προσαυξήσεων.

Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί
μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό

Εμφάνιση μάρτυρα που θα βεβαιώνει τις οφειλές

Η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο δεν είναι υποχρεωτική, εφόσον έχει
λάβει χώρα έγγραφη ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του δικαστηρίου εκ
μέρους της Δ.Ο.Υ. σχετικά με τη διαδικαστική εξέλιξη της οφειλής, τρεις
τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.»

Διάρκεια εγκλημάτων – χρόνος έναρξης εφαρμογής

Προκειμένου περί χρεών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ήδη
ληξιπρόθεσμων κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης παραγράφου, τα ποινικά
αδικήματα των περιπτώσεων α’, β’, γ’ και δ’ της παραγράφου αυτής, τελούνται
με τη συνέχιση της μη καταβολής τους μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από
την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.

Πως ορίζεται η φοροδιαφυγή στη φορολογία εισοδήματος

Οποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος,
αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, παραλείποντας να υποβάλει
δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση, τελεί αδίκημα φοροδιαφυγής στη
φορολογία εισοδήματος.

Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια της
απόκρυψης.

Πως ορίζεται η φοροδιαφυγή στο ΦΠΑ και στου λοιπούς φόρους

Οποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης
αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων
φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει
αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη φορολογική αρχή με την παράσταση
ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη
αληθινών γεγονότων και λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί
τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, τιμωρείται

Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια της μη
απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης τέτοιων φόρων, τελών ή
εισφορών.

Διακανονισμός για την αποφυγή της ποινικής δίωξης (συνδιαλλαγή)

Αν η διάρκεια της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης
τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών δεν υπερβαίνει το ένα έτος, ο υπαίτιος
απαλλάσσεται, εφόσον καταβληθούν, από την ημέρα που γεννήθηκε η υποχρέωση
καταβολής, οι κατά περίπτωση οφειλόμενοι φόροι, τέλη ή εισφορές με τις κάθε
είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών. Εάν η
καταβολή συντελεστεί μετά τη συμπλήρωση έτους, αλλά πριν τη λήξη της
αποδεικτικής διαδικασίας σε πρώτο βαθμό, επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το
άρθρο 83 του Ποινικού Κώδικα.

Άσκηση ποινικής δίωξης –  τρόπος υποβολής

Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται
από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας που
διενήργησε τον έλεγχο σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του
Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των ελεγκτικών κέντρων
του άρθρου 3 του ν. 2343/1995 (Φ Ε Κ 211 Α’) ή υποβάλλεται από τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ως εξής:

α) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και
ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της
υπόθεσης, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, ανεξάρτητα εάν έχει
ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου:

αα) στην περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον ο Εισαγγελέας
Οικονομικού Εγκλήματος παραγγείλει την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης.

ββ) στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο
φορολογικός έλεγχος έχει διαταχθεί για την ημερομηνία που διενεργήθηκε, με
ειδική εντολή ελέγχου του Υπουργού Οικονομικών

γγ) στην περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 18,

δδ) στην περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και

εε) στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19, εφόσον το πλήθος των
μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα ή υπερβαίνουν σε
αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ.

β) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο
άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, επί της οικείας
απόφασης επιβολής προστίμου του Κ. Β.Σ. ή κατά της οικείας πράξης επιβολής
φόρου, τέλους ή εισφοράς και ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ή της
πράξης ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου:

αα) στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο
φορολογικός έλεγχος δεν έχει διαταχθεί με ειδική εντολή του Υπουργού
Οικονομικών

ββ) στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου και την περίπτωση α’ της παραγράφου 1
του άρθρου 19 και

γγ) στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19, εφόσον το πλήθος των
μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων δεν υπερβαίνει τα δέκα ή δεν υπερβαίνει
σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ.

Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού
δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής:

αα) στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 και

ββ) στην περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον δεν
παραγγέλθηκε η άμεση άσκηση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Οικονομικού
Εγκλήματος.

Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις, επίσης,
αν αυτός κατά του οποίου πρόκειται να ασκηθεί, αποδεικνύει ότι έχει έναντι
του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, ποσού ίσου ή μεγαλύτερου του ποσού των φόρων, τελών και εισφορών, για τα οποία επρόκειτο να ασκηθεί η ποινική δίωξη.

Αρμοδιότητα δικαστηρίων

Αρμόδιο δικαστήριο είναι, κατά περίπτωση, το μονομελές ή το τριμελές
πλημμελειοδικείο ή το τριμελές εφετείο κακουργημάτων της έδρας της αρμόδιας
για τη φορολόγηση Δ.Ο.Υ.

Για τα πλημμελήματα των άρθρων 17 παράγραφος 2 περίπτωση α’, 18
παράγραφος 1 περιπτώσεις α’ και β’, 19 παράγραφος 1 περίπτωση α’, 25
παράγραφος 1 του ν. 1882/1990 και 157 παράγραφος 1 περιπτώσεις α’ και β’ του
Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α’),
μετατροπή και αναστολή της ποινής γίνεται κατά τις σχετικές διατάξεις των
άρθρων 82 και 99 επ. του Ποινικού Κώδικα. Δεν επιτρέπεται αναστολή ή
μετατροπή της ποινής σε περίπτωση δεύτερης και κάθε περαιτέρω υποτροπής. Αν
μετατραπεί η ποινή, κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από είκοσι
(20) έως εκατό (100) ευρώ.

Στα κακουργήματα του παρόντος νόμου, καθώς και στο κακούργημα της
περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα
ως «συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης», κατά το άρθρο 497
παράγραφος 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, νοείται και η εκ μέρους του
κατηγορουμένου καταβολή όλων ή μέρους των οφειλόμενων φόρων τελών, εισφορών
ή δασμών με τις κάθε είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα
επί αυτών.

Αναστολή εκτέλεσης πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης για φοροδιαφυγή

Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί ανασταλτικό
αποτέλεσμα στην έφεση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 8 του
άρθρου 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τάσσει προθεσμία τριών εργάσιμων
ημερών μέσα στην οποία ο κατηγορούμενος μπορεί να καταβάλει τους κατά
περίπτωση οφειλόμενους φόρους, τέλη, εισφορές ή δασμούς με τις κάθε είδους
προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών
.

Η καταβολή των ως άνω ποσών συνεπάγεται υποχρεωτικά την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει η καταβολή των ως άνω ποσών όταν ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 497 παράγραφος 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Χρόνος τέλεσης του αδικήματος

Στα αδικήματα του παρόντος νόμου, χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα
από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος
μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση
προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.

Για τα αδικήματα της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του
άρθρου 17, εφόσον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παραγγείλει την άμεση
άσκηση ποινικής δίωξης, η παραγραφή αρχίζει από την ημερομηνία άσκησης της
δίωξης αυτής.

Με κάθειρξη, εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές
επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνουν το
ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.

Αν η αξία των ωφελημάτων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών
χιλιάδων (73.000) ευρώ ή αν ο δράστης έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου του
Υπουργείου Οικονομικών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών.

Στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 235 Π.Κ., αν ο δράστης έχει
την ιδιότητα του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών, για την επιβολή
προσωρινής κράτησης αρκεί και η αιτιολογημένη κρίση ότι αν αφεθεί ελεύθερος
ο κατηγορούμενος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από τα συγκεκριμένα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

1 Comments

  1. ΜΕΓΑΛΗ ΒΟΗΘΕΙΑ Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΣΑΣ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ

Leave A Reply