ΜΠρΘεσ/νικης – απορρίπτει αγωγή εργαζομένου stage στον ΟΑΕΔ. “H σύμβαση μαθητείας δε μπορεί να θεωρηθεί αορίστου χρόνου”

Ο αγώνας πολλών συνανθρώπων μας να θεμελιώσουν δικαιώματα και να διεκδικήσουν αποζημιώσεις απολύσεως από ΟΤΑ και ΝΠΔΔ που τους απασχολούσαν με σύμβαση μαθητείας STAGE είναι διαρκής και καθημερινός στα δικαστήρια. Πολλοί έχουν κερδίσει Ασφ. Μέτρα και προσωρινές διαταγές, ωστόσο το παιχνίδι θα ολοκληρωθεί με την έκδοση αποφάσεων από τα Πρωτοδικεία (διαδικασία εργατικών) που θα κρίνουν επί της ουσίας το ζήτημα της μαθητείας και των πάγιων και διαρκών αναγκών, καθώς και το αν το Σύνταγμα επιτρέπει τη μετατροπή αυτών των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, τα εφετεία πο θα επαναξιολογήσουν τη πρωτόδικη απόφαση και τον Αρειο Πάγο που θα διερευνήσει τυχόν νομικά σφάλματα.

Το τονίζω και το ξαναλέω σε όσους με ρωτάνε. Κάθε περίπτωση είναι μεμονωμένη και αξιολογείται διαφορετικά. κανείς δε μπορεί να εγγυηθεί την έκδοση μιας ευνοϊκής δικαστικής αποφάσεως στο ζήτημα που τον απασχολεί. Τα ελληνικά δικαστήρια αξιολογούν την κάθε περίπτωση αναλόγως των προσκομιζόμενων στοιχείων και κρίνοντας κάθε φορά αν ο εργαζόμενος εμπίπτει στις ευνοϊκές ή δυσμενείς περιπτώσεις του νόμου.

Η παρακάτω απόφαση απορρίπτει αγωγή εργαζομένου stage στον ΟΑΕΔ με την αιτιολογία ότι ακόμη και αν καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες η σύμβαση αυτή δε μπορεί να θεωρηθεί ως αορίστου χρόνου γιατί προσκρούει στο Σύνταγμα, τους νόμους του ελληνικού κράτους και τις οδηγίες τις ΕΕ.

Σε κάθε περίπτωση η απόφαση – ομολογουμένως – ενσωματώνει μία άρτια νομική σκέψη.

Μέρος του σκεπτικού της απόφασης:

Οπως προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, ο αναθεωρητικός νομοθέτης,
θέλησε να αποτρέψει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία
αρχικώς προσλαμβανόταν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και ορισμένου
χρόνου, για την κάλυψη, τυπικά πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, κατά
παράβαση του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος, άλλα και κοινής νομοθεσίας (άρθ. 55 έως
82 του π.5. 410/1988), στη συνέχεια διαπιστωνόταν ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και
διαρκείς και τελικά, για την κάλυψη των εν λόγω αναγκών, “τακτοποιούνταν” το κατά τον ως
άνω τρόπο προσλαμβανόμενο προσωπικό, είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου, είτε με τον διορισμό του ως μόνιμου
δημοσιοϋπαλληλικού, κατ’ αποκλεισμό άλλων ενδιαφερομένων, που θα μπορούσαν να
διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις, βάσει των παγίων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας
νομοθεσίας (βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεως της Βουλής ΡΜΔ/21-3-2001, σελ. 731, 744, 754, 755
και PME/21-3-2001, σελ. 763, 771, 772, 782). Έτσι, μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη
ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις
αορίστου χρόνου, όχι απλώς αυτών που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες άλλα και
εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Για να αποτρέψει λοιπόν τη
συνέχιση της πιο πάνω πρακτικής, ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόσθεσε την προ
μνημονευόμενη διάταξη του εδαφ. γ’ της παρ/φου 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία
πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον
προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει
και την περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου,
απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου
τομέα.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου, χρόνου, που
συνάπτονται υπό την ισχύ των εν λόγω διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του
ν. 2190/1994 με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους υπόλοιπους φορείς, που ανήκουν στον
ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις, αορίστου χρόνου, έστω
και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες.

Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό
της έννομης σχέσης κατά τη διαδικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου στην
περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού εργοδότης βάσει των ως άνω
διατάξεων, δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου. Τυχόν
αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να
αναγνωρίζονται, κατ’ ορθό νομικό, χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις αορίστου χρόνου και μετά
την ως άνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός
αποδοκιμασμένου από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου. Στις συμβάσεις αυτές υπό την
ισχύ των παραπάνω διατάξεων των αρθρ. 21 του Ν. 2190/1994 και 103 του Συντ. δεν είναι
δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του αρθρ. 8 του Ν. 2112/1920 (ΑΠ 422/2010, ΑΠ 271/2009
ΤΝΠ Νόμος). Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα π.δ/τα
81/2003 και 164/2004, το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις
εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και η ισχύς των οποίων άρχισε αντίστοιχα από
τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004).

Ορίζει δε το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού π.δ/τος τα εξής: “.1. Απαγορεύονται οι
διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και
του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ιδίους η
παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα
μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση,
εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν
οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών
αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της
επιχείρησης … 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται
να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του
επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως
άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου
π.δ/τος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για
την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο
και αποζημίωσης ίσης με το ποσό “το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου
χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του”, ενώ θεσπίστηκε ποινική και
πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών.

Ενόψει, λοιπόν, αφενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της προσαρμογής
της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν
επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές
καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8
του ν. 2112/1920, ούτε κατ΄ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα
από 10-7-2ΟΟ2 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος
του π.δ. 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος αυτού (ΟλΑΠ 19 και
20/2007, ΑΠ 64/2010, 113/2009, 271/2009, 743/2009 ΤΝΠ Νόμος).

Αντίθετα, οι επίδικες συμβάσεις έχουν συναφθεί υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103
του Συντάγματος και του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 και σε καμία περίπτωση δε μπορούν να
θεωρηθούν, κατ΄ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ως συμβάσεις αορίστου
χρόνου ή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου, ακόμα και στην περίπτωση που
καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, διότι το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., στο οποίο προσέφερε
τις υπηρεσίες της η ενάγουσα, ως εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου, δεν
έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση
των διατυπώσεων του νόμου αυτού, και συγκεκριμένα, κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από
το νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη διοικητική αρχή
του Α.Σ.Ε.Π.
Συνεπώς, η ενάγουσα δεν δικαιούται με βάση την αρχή της μη διάκρισης τις αποδοχές των
δημοσίων υπαλλήλων αφού δεν συνδέονταν, κατά τα προαναφερόμενα, με το εναγόμενο με
σύμβαση εργασίας αλλά με σύμβαση μαθητείας.

Ούτε όμως και με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορεί να αξιώσει τις
αποδοχές αυτές αφού οι διατάξεις του άρθρου 904 επ. ΑΚ, οι οποίες είναι επιβοηθητικές,
εφαρμόζονται σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ενώ στην προκειμένη περίπτωση
πρόκειται για έγκυρη γνήσια σύμβαση μαθητείας

Για τους ίδιους δε λόγους δεν δικαιούται δώρα εορτών και επιδόματα αδείας, δεδομένου ότι
αυτά τα δικαιούνται ευθέως μεν εκ του νόμου, οι εργαζόμενοι όμως που συνδέονται έστω με
απλή σχέση εργασίας που στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται.

Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων
πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των εφαρμοστέων
κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply