Ποιος κληρονομεί τις καταθέσεις του θανόντος σε κοινό λογαριασμό και πως διεκδικεί ο μη συνδικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού την χρηματική κατάθεση
Κοινός λογαριασμός και κληρονομικό δικαίωμα.
Οι περιπτώσεις κοινών τραπεζικών λογαριασμών και η διεκδίκηση του υπολοίπου των καταθέσεών τους από τους εμπλεκόμενους είναι πλέον εκατοντάδες.
Η σύγκρουση των κληρονόμων με τους επιζώντες συνδικαιούχους του θανόντος αποτελούν τις πιο σκληρές αντιδικίες ως αντικέιμενο σε δικαστικό επίπεδο, λόγω της προσωπικής σύνδεσης του θανόντος τόσο με αυτούς που επέλεξε να έχει συνδικαιούχους στον τραπεζικό του λογαριασμό όσο και με αυτούς που είτε εκ του νόμου είτε εκ διαθήκης είναι κληρονόμοι ή αναγκαίοι κληρονόμοι και νόμιμοι μεριδούχοι της κληρονομιαίας περιουσίας.
Στην πράξη συναντούμε κυρίως τρεις (3) περιπτώσεις αντιδικίας για τις οποίες η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων δεν θα λέγαμε ότι έχει παγιωθεί σε σημείο οριστικής διευθέτησης του ζητήματος.
Ποια είναι η τύχη της τραπεζικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό σε σχέση με τον επιζώντα συνδικαιούχο. Κοινός λογαριασμός και κληρονομικό δικαίωμα.
Σύμφωνα με το ν. 5638/1932 θεσπίσθηκε ο κοινός, διαζευκτικός, τραπεζικός λογαριασμός με την πραγματοποίηση χρηματικής κατάθεσης σε τράπεζα στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων από κοινού, του οποίου μπορούν να κάνουν χρήση και να τον κινούν είτε καθένας χωριστά είτε όλοι μαζί.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, μπορεί κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού να τεθεί πρόσθετα ο όρος με βάση τον οποίο μετά το θάνατο οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους η κατάθεση περιέρχεται στους επιζώντες μέχρι τον τελευταίο από αυτούς, ενώ στο άρθρο 3 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιουχου (εξ αδιαιρέτου, εκ διαθήκης αναγκαίοι μεριδούχοι) δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση.
Στην πράξη οι τράπεζες έχουν συμπεριλάβει στις συμβάσεις ανοίγματος κοινού τραπεζικού λογαριασμού ήδη τους όρους αυτούς, οπότε σύμφωνα με τα ανωτέρω μετά το θάνατο του συνδικαιούχου, ο επιζών συνδικαιούχος δικαιούται να λάβει τα χρήματα αυτά.
Ποια τα δικαιώματα του κληρονόμου απέναντι στον επιζώντα συνδικαιούχο σε αυτή τη περίπτωση.
Ο κληρονόμος έχει τα εξής δικαιώματα έναντι στον επιζώντα συνδικαιούχο:
1η Περίπτωση) Εφόσον ο επιζών συνδικαιούχος ανέλαβε κάποιο χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό με τον θανόντα-κληρονομούμενο, όσο ο τελευταίος ήταν ακόμη εν ζωή και το χρηματικό ποσό αυτό ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΔΩΡΕΑ του κληρονομούμενου προς τον επιζώντα συνδικαιούχο τότε ο κληρονόμος δύναται να στραφεί με αγωγή κατά του επιζώντος συνδικαιούχου και να αξιώσει την καταβολή ποσού κατά το ποσοστό της κληρονομικής του μερίδας, είτε ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης είτε ποσοστό αυτής, ανάλογο με το ανήκον στον κληρονομηθέντα.
ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Σε αυτή τη περίπτωση δεν εφαρμόζεται ο όρος του άρθρου 2 παρ. 1 του νόμου 5638/1932 που λέει ότι το ποσό της κατάθεσης περιέρχεται στους λοιπούς μέχρι του τελευταίου επιζώντος, αφού στην περίπτωση που η ανάληψη έλαβε χώραν πριν την πλήρωση της αίρεσης (το θάνατο του συνδικαιούχου) ο αναλαμβάνων ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης δεν αναλαμβάνει αυτό με βάση τον άνω όρο που τέθηκε στο λογαριασμό.
Στην παραπάνω σκέψη κατέληξε ο Άρειος Πάγος σε πρόσφατη απόφαση του με το σκεπτικό ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων ή στο όνομα του καταθέτη και τρίτων, και ανεξαρτήτως αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους του λογαριασμού ή σε μερικούς ή έναν από αυτούς, παράγεται μεταξύ ενός εκάστου δικαιούχου του λογαριασμού και της τράπεζας (δέκτη της κατάθεσης) ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη ολοκλήρου του ποσού της κατάθεσης ή μέρους αυτής από κάθε δικαιούχο του λογαριασμού, να γίνεται στο όνομά του και όχι ως αντιπροσώπου των λοιπών, η δε καταβολή του ποσού των χρημάτων της κατάθεσης σε έναν από τους δικαιούχους επιφέρει απόσβεση της απαίτησης έναντι του δέκτη (τράπεζας) και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες δικαιούχους, οι οποίοι (μη αναλαβόντες) όμως αποκτούν απαίτηση έναντι του αναλαβόντος, για την καταβολή είτε ολοκλήρου του ποσού της κατάθεσης, είτε τμήματος αυτής που προκύπτει από την μεταξύ τους σχέση.
Την απαίτηση αυτή έχει ο μη αναλαβών συνδικαιούχος και αν στο λογαριασμό έχει τεθεί ως αίρεση ο πρόσθετος όρος, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 2 του ν. 5638/1932, ότι σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε συνδικαιούχου το ποσό της κατάθεσης περιέρχεται στους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου, αφού στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή η ανάληψη γίνεται πριν την πλήρωση της αίρεσης, το ποσό της κατάθεσης εξακολουθεί να ανήκει σε όλους τους συνδικαιούχους, κατά την μεταξύ τους εσωτερική σχέση
2η Περίπτωση) Εφόσον ο επιζών συνδικαιούχος ανέλαβε κάποιο χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό με τον θανόντα-κληρονομούμενο, όσο ο τελευταίος ήταν ακόμη εν ζωή και το χρηματικό ποσό αυτό ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΔΩΡΕΑ ΕΝ ΖΩΗ του κληρονομούμενου προς τον επιζώντα συνδικαιούχο τότε ο κληρονόμος δύναται να στραφεί με αγωγή κατά του επιζώντος συνδικαιούχου και να αξιώσει την καταβολή ποσού κατά το ποσοστό ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΟΥ.
Η νόμιμη μοίρα είναι το ελάχιστο αναγκαίο κληρονομικό μερίδιο κατιόντων, γονέων και επιζώσας συζύγου του θανόντος σε περίπτωση που η κληρονομιαία περιουσία διατεθεί σε τρίτα πρόσωπα ή ακόμη και σε μεριδούχους αποκλείοντας κάποιους άλλους ή δίδοντάς τους μικρότερο από το ελάχιστο αυτό μερίδιο. Η νόμιμη μίρα προσδιορίζεται στο μισό από το μερίδιο που θα ελάμβανε ο δικαιούχος της εξ αδιαθέτου διαδοχής
Σε αυτή τη περίπτωση ο νόμιμος μεριδούχος, μετά το θάνατο του δωρητή συνδικαιούχου θα προστατευθεί με βάση τα άρθρα 1831 και 1835 του ΑΚ περί προστασίας της νόμιμης μοίρας και της διαδικασίας που ονομάζεται μέμψη άστοργης δωρεάς.
3η περίπτωση) Εφόσον ο επιζών συνδικαιούχος ανέλαβε κάποιο χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό με τον θανόντα-κληρονομούμενο, μετά το θάνατο του τελευταίου και εφόσον καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ο επιζών συνδικαιούχος δεν προέβαινε σε διαχειριστικές πράξεις του κοινού λογαριασμού τότε το χρηματικό ποσό αυτό ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΔΩΡΕΑ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ του κληρονομούμενου προς τον επιζώντα συνδικαιούχο.
Σε αυτή τη περίπτωση ο κληρονόμος δύναται να στραφεί με αγωγή κατά του επιζώντος συνδικαιούχου και να αξιώσει την καταβολή ποσού κατά το ποσοστό ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΟΥ. Ο νομοθέτης είναι περισσότερο αυστηρός σε αυτή τη διάταξη καθώς θεωρεί ότι η δωρεά αιτία θανάτου και το ποσό αυτής στον κοινό λογαριασμό του επιζώντος συνδικαιούχου είναι αυτοδικαίως άκυρη ως δωρεά κατά το ποσοστό που πρσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του μεριδούχου.
Στην περίπτωση αυτή και πάλι η δωρεά θα συμπεριληφθεί στην κληρονομία του αποθανόντος συνδικαιούχου για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου ως κληροδοσία (άρθρο 2035 του ΑΚ) και χωρίς να εξετάζεται αν έγινε τα τελευταία δέκα χρόνια από το θάνατο του συνδικαιούχου ή αν την επέβαλαν ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγοι ευπρέπειας.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2035,1825 παρ.2 και 1829 του ΑΚ προκύπτει, ότι η δωρεά αιτία θανάτου ως προς το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας των αναγκαίων κληρονόμων και κατά τον υπολογισμό αυτής λαμβάνεται ως κληροδοσία, τα δε δωρηθέντα αιτία θανάτου, θεωρούνται ως υπάρχοντα στην κληρονομία, δεν προστίθενται πλασματικώς στην πραγματική ομάδα, αλλά υπολογίζονται στο ενεργητικό αυτής κατά το άρθρο 1831 παρ.1 εδ.1 ΑΚ ( ΕφΑθ 9772/1991, ΒουζίκαςΚληρ. Δικ. έκδοση 1976 παρ. 145 και 146, Μπαλής, Κληρ. Δικ. παρ. 146 αρ.4)
Επομένως, αν προσβάλλεται το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας των παραπάνω κληρονόμων, η δωρεά είναι αυτοδικαίως άκυρη και δεν χρήζει μέμψεως κατά το ποσοστό, που κατ’ αξίαν απαιτείται για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας. Την ακυρότητα όμως αυτή πρέπει να προτείνει ο ενδιαφερόμενος μεριδούχος, ο οποίος μπορεί να ενάγει το δωρεοδόχο, είτε με την περί κλήρου, είτε με τη διεκδικητική αγωγή. Για να κριθεί όμως, αν μια αιτία θανάτου δωρεά προσβάλλει ή όχι τη νόμιμη μοίρα, πρέπει προηγουμένως να γίνει ο υπολογισμός αυτής, δηλαδή ο προσδιορισμός της κληρονομικής ομάδας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1831,183 και 1834 ΑΚ (Μπαλής ο.π παρ. 363, ΑΠ 511/1982 ΝοΒ 31.354, ΕφΠατρών 535/2008, ΕφΠατρών 473/2003 ΑΧΑ-ΝΟΜ 2004.185, ΕφΠατρ 933/1996 ΑΧΑ-ΝΟΜ 1997.140, ΕφΑθ5774/1995 Αρμ. 1997.504)
Δείτε εδώ πως γίνεται ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας
Πως γίνεται η διάκριση μεταξύ της δωρεάς εν ζωή και της δωρεάς αιτία θανάτου;
Η διαφορά της δωρεάς εν ζωή από αυτήν αιτία θανάτου έγκειται στο ότι στην μεν πρώτη ο δωρεοδόχος αποκτά αμέσως δικαίωμα στο πράγμα που δωρίζεται, ενώ στη δεύτερη ο δωρεοδόχος θα απολαύσει ό,τι του δωρίθηκε μόνον μετά το θάνατο του δωρητή.
Για το λόγο αυτό ένα ασφαλές κριτήριο, προκειμένου να δοθεί ο ορθός χαρακτηρισμός στη δωρεά, από την οποία θα κριθεί η έννομη προστασία της νόμιμης μοίρας, είναι η συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνδικαιούχου κατά τη λειτουργία του κοινού λογαριασμού, ενόσω ζούσε ο δωρητής συνδικαιούχος.
Αν λοιπόν, ζώντος του τελευταίου, ο δωρεοδόχος – συνδικαιούχος, προέβαινε σε αναλήψεις χρηματικών ποσών, θα πρέπει να θεωρηθεί ως δωρεά εν ζωή.
Αν, όμως, όσο ζούσε ο δωρητής συνδικαιούχος δεν προέβη σε ανάληψη, τότε θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υποκρύπτεται ο όρος της προαποβίωσης του πρώτου και επομένως πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου.
Κοινός λογαριασμός και κληρονομικό δικαίωμα.,Κοινός λογαριασμός και κληρονομικό δικαίωμα.,Κοινός λογαριασμός και κληρονομικό δικαίωμα.,Κοινός λογαριασμός και κληρονομικό δικαίωμα.,Κοινός λογαριασμός και κληρονομικό δικαίωμα.