καταπίστευμα

Κληρονομικό Καταπίστευμα: Δικαιώματα και Υποχρεώσεις κληρονόμου και καταπιστευματοδόχου

Τι είναι το κληρονομικό καταπίστευμα;

Καταπίστευμα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1923, 1935 και 1940 του ΑΚ προκύπτει, ότι ο διαθέτης μπορεί να εγκαταστήσει με τη διαθήκη του κληρονόμο και να τον υποχρεώσει, να παραδώσει, ύστερα από ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός, την κληρονομιά που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον, τον καταπιστευματοδόχο.

Δηλαδή, το κληρονομικό καταπίστευμα είναι ο θεσμός, που παρέχει στο διαθέτη τη δυνατότητα να ορίσει με τη διαθήκη του, όχι μόνο τον κληρονόμο του, αλλά και απώτερο κληρονόμο (μετακληρονόμο) ή κληρονόμους, στους οποίους θα περιέλθει η κληρονομιά του, κατά κανόνα, όταν πεθάνει ο αρχικός κληρονόμος, εφόσον ο διαθέτης με τη διαθήκη του δεν όρισε άλλο χρονικό σημείο ή γεγονός.

Τι είναι ο καταπιστευματοδόχος και πότε αποκτά την κληρονομιά;

Με την επέλευση του γεγονότος αυτού ή του χρόνου που τυχόν τάσσεται στη διαθήκη, η κληρονομιά επάγεται αυτοδικαίως στον καταπιστευματοδόχο με την ιδιότητα του κληρονόμου/καθολικού διαδόχου του κληρονομουμένου και όχι απλώς με την ιδιότητα δικαιούχου ενοχικής αξίωσης κατά του αρχικού κληρονόμου.

Τι πρέπει να κάνει ο καταπιστευματοδόχος όταν επέλθει ο χρόνος του καταπιστεύματος;

Μόλις δε γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο αυτός δικαιούται να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα στη νόμιμη προθεσμία και εάν το καταπίστευμα αφορά ακίνητα πρέπει να προβεί σε δήλωση αποδοχής του καταπιστεύματος και μεταγραφής αυτής (άρθρα 1846, 1193 και 1195 ΑΚ), χωρίς τις οποίες δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητάς τους σ` αυτόν, αλλά μόνο η νομή (άρθρο 938 ΑΚ).

Τι ισχύει για τον καταπιστευματοδόχο πριν την επαγωγή του καταπιστεύματος;

Πριν από την επαγωγή, ηρτημένου του καταπιστεύματος, δεν μπορεί ο καταπιστευματοδόχος να προβεί σε αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας, αν δε αυτή (αποδοχή ή αποποίηση) γίνει είναι άκυρη (άρθρα 1940 και 1851 εδ.α΄ ΑΚ), εκτός αν ο βεβαρημένος κληρονόμος μετά την αποδοχή της κληρονομιάς παραιτηθεί από αυτήν υπέρ του καταπιστευματοδόχου, κατά τις διατάξεις γα την αποδοχή ή την αποποίησή της. Έτσι, με την επαγωγή του καταπιστεύματος επέρχεται αυτοδίκαια παύση της ιδιότητας του κληρονόμου και αυτοδίκαιη κτήση της ιδιότητας αυτής από τον καταπιστευματοδόχο, ο οποίος καθίσταται έτσι καθολικός και άμεσος, απευθείας, διάδοχος του διαθέτη, δηλαδή δεν γίνεται διάδοχος του βεβαρημένου, ούτε αποκτά από αυτόν δικαιώματα ως κληρονόμος (ΑΠ 1177/2014 ΝΟΜΟΣ).

Ποια τα δικαιώματα του καταπιστευματοδόχου από το θάνατο του κληρονομούμενου μέχρι και την επαγωγή του καταπιστεύματος;

Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1923 παρ.1 και 1935 παρ.1 ΑΚ, προκύπτει ότι ο καταπιστευματοδόχος από τότε που η κληρονομία επάγεται στον κληρονόμο, από το θάνατο δηλαδή του διαθέτη και μέχρι την επαγωγή του καταπιστεύματος, ως δικαιούχος υπό αναβλητική αίρεση, διατηρεί δικαίωμα προσδοκίας για το ότι θα περιέλθει σ` αυτόν η κληρονομία ή μέρος αυτής, το οποίο είναι κεκτημένο, απαλλοτριωτό και όχι κληρονομητό, μπορεί δε να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής, αν αμφισβητείται η ύπαρξή του από τον βεβαρημένο (ΑΠ 76/2015 ΝΟΜΟΣ).

Μπορεί να υποχρεωθεί ο καταπιστευματοδόχος σε καταπίστευμα;

Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 1923 παρ.2 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι “τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στον καταπιστευματοδόχο” προκύπτει ότι το καταπίστευμα συνιστάται μόνο σε ένα βαθμό και δεν επαναλαμβάνεται πέραν του (πρώτου) καταπιστευματοδόχου, γιατί καταπίστευμα επί καταπιστεύματος, ήτοι καταπίστευμα εις βάρος του καταπιστευματοδόχου δεν αναγνωρίζεται από τον Αστικό Κώδικα, η δε σύσταση τέτοιου καταπιστεύματος ως απαγορευμένη από το νόμο είναι άκυρη (άρθρο 174 ΑΚ).

Μπορεί να διοριστεί από τον θανόντα υποκατάστατος του καταπιστευματοδόχου;

Πάντως, σε περίπτωση που συνιστάται με τη διαθήκη καταπίστευμα, ο διαθέτης μπορεί ελεύθερα να διορίσει υποκατάστατο, όχι μόνο του βεβαρημένου με το καταπίστευμα κληρονόμου, αλλά και του καταπιστευματοδόχου, για την περίπτωση που ο τελευταίος εκπέσει πριν από την αποδοχή του καταπιστεύματος. Ο διορισμός δε από το διαθέτη υποκατάστατου του καταπιστευματοδόχου, για την περίπτωση που ο τελευταίος εκπέσει πριν από την αποδοχή του καταπιστεύματος, διαφέρει από τη σύσταση δευτέρου καταπιστεύματος σε βάρος του πρώτου καταπιστευματοδόχου, η οποία, σύμφωνα με την προαναφερόμενη δημοσίας τάξης διάταξη του άρθρου 1923 παρ.2 του ΑΚ, απαγορεύεται, αφού η μεν υποκατάσταση του καταπιστευματοδόχου, κατ` άρθρο 1809 του ΑΚ, έχει ως προϋπόθεση ότι ο εγκατασταθείς ως καταπιστευματοδόχος εξέπεσε της κληρονομιάς πριν από την αποδοχή του καταπιστεύματος, ενώ η σύσταση καταπιστεύματος σε βάρος του καταπιστευματοδόχου προϋποθέτει ότι ο πρώτος καταπιστευματοδόχος απέκτησε, με αποδοχή, την κληρονομία (ΑΠ 1177/2014, ΑΠ 1193/2012).

Πως συστήνεται το καταπίστευμα από τον διαθέτη;

Για τη σύσταση του καταπιστεύματος δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, ούτε καν της λέξης “καταπίστευμα”, αλλά μπορεί να γίνει και με έμμεση δήλωση του διαθέτη, αρκεί να προκύπτει από τη διαθήκη η θέλησή του να γίνει κάποιος κληρονόμος του για ορισμένο διάστημα και μετέπειτα κληρονόμος του να γίνει άλλος. Ο καταπιστευματοδόχος είναι κληρονόμος υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, που πληρώνεται με το θάνατο του διαθέτη και στην οποία αντιστοιχεί διαλυτική αίρεση ή προθεσμία της εγκατάστασης του αρχικού άμεσου κληρονόμου.

Πως γίνεται η ερμηνεία του καταπιστεύματος;

Είναι ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης κάθε φορά πότε, από τον τρόπο διατύπωσης της τελευταίας βούλησης, ενυπάρχει σε αυτή σύσταση καθολικού καταπιστεύματος και ποιο είναι το πρόσωπο του καταπιστευματοδόχου. Από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι κατά την ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται μόνο η αληθινή βούληση του διαθέτη, σκοπούμενη από άποψη υποκειμενική και όχι αντικειμενική, υπό την οποία θα την αντιλαμβάνονται οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται όχι σε μονομερείς (όπως η διαθήκη) δικαιοπραξίες, αλλά σε συμβάσεις. Όμως, έδαφος για τέτοια ερμηνεία, που θα αποβλέπει στην αναζήτηση βούλησης διαφορετικής από εκείνη, η οποία εκφράστηκε με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, δεν παρέχεται, όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η διατύπωση που έγινε με τις παραπάνω λέξεις είναι απόλυτα σαφής και αποδίδει με πληρότητα αυτό που και ο διαθέτης θέλησε. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της ύπαρξης ή όχι ανάγκης προσφυγής στις αμέσως πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις, ως αναγόμενη ανέλεγκτα στην εκτίμηση πραγμάτων δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.

Πότε υπάρχει και Πως αντιμετωπίζεται η παραβίαση της βούλησης του διαθέτη σχετικά με το καταπίστευμα;

Παραβίαση του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ υφίσταται, όταν το δικαστήριο μολονότι διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού και αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως του διαθέτη και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της, παραλείπει να προσφύγει στη διάταξη του πιο πάνω άρθρου ή προσφεύγει στην εφαρμογή της διάταξης αυτής και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της διαθήκης, μολονότι δέχεται, επίσης ανέλεγκτα ότι η διαθήκη είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, ακόμη δε και όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή της, οπότε ο αναιρετικός έλεγχος καταλαμβάνει και την ορθότητα της κρίσης του δικαστηρίου, αναφορικά με την ερμηνεία της βούλησης του διαθέτη, αφού πρόκειται για εφαρμογή διάταξης ουσιαστικού δικαίου.

Με ποιο τρόπο γίνεται ερμηνεία της διαθήκης αναφορικά με το καταπίστευμα;

Η ερμηνεία της διαθήκης εξάλλου, πρέπει να κατατείνει στη διάσωση του κύρους της επίμαχης διάταξης επί δύο δυνατών νοημάτων οδηγούντος στη διατήρηση της ισχύος της αμφίβολης διατάξεως, αφού σε κάθε περίπτωση ο διαθέτης απέβλεψε σε κάποιο αποτέλεσμα εξ αυτής. Για την άρση δε των γενομένων αμφιβολιών επιτρεπτά λαμβάνονται υπόψη από τον ερμηνευτή και στοιχεία εκτός του κειμένου της διαθήκης, όπως άτυπες δηλώσεις του διαθέτη προς τρίτους, το κοινωνικό του περιβάλλον, οι τυχόν προσωπικές (γλωσσικές ή επαγγελματικές) συνήθειες αυτού, επιστολές του, προηγούμενα σχέδια διαθηκών και γενικά, δικαστικά τεκμήρια προκύπτοντα από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1222/2018, ΑΠ 186/2017 ΝΟΜΟΣ).

Τι ισχύει σε περίπτωση αμφιβολίας του καταπιστευματοδόχου;

Εξάλλου, αν υπάρχει αμφιβολία ως προς το πρόσωπο του καταπιστευματοδόχου, τότε έχει εφαρμογή η ερμηνευτική πρόβλεψη του άρθρου 1926 ΑΚ και ως καταπιστευματοδόχοι θεωρούνται οι είναι εν ζωή ή τουλάχιστον συνειλημμένοι κατά το χρόνο πλήρωσης της αίρεσης (άρθρα 1935, 1936 παρ.1 ΑΚ) εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη που θα καλούνταν, αν ο τελευταίος πέθαινε κατά το χρόνο πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης. Όταν, όμως, ματαιωθεί η αίρεση αυτή, όταν δηλαδή δεν συμβεί το (μέλλον και αβέβαιο) γεγονός ή όταν καταστεί βέβαιο ότι δεν πρόκειται να συμβεί το γεγονός από το οποίο εξαρτήθηκε η ανατροπή της διάταξης τελευταίας βούλησης του διαθέτη, τότε καθίσταται οριστικά κληρονόμος εκείνος που εγκαταστάθηκε με διαλυτική αίρεση, ενώ ματαιώνεται οριστικά η επαγωγή της κληρονομιάς σ’ εκείνον που εγκαταστάθηκε με αναβλητική αίρεση, ματαιώνεται δηλαδή η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο (ΑΠ 829/2007). Πάντως, το ζήτημα αν ματαιώθηκε ή όχι η διαλυτική αίρεση εξαρτάται από την ερμηνεία της δήλωσης τελευταίας βούλησης του διαθέτη και από τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 512/2018 ΝΟΜΟΣ).

Τι είναι το οικογενειακό καταπίστευμα και πως μπορεί να δημιουργηθεί;

Τέλος, όταν η σύ­σταση του καταπιστεύματος γίνεται με τον όρο ότι η κληρονομία ή ποσοστό της θα διατηρηθεί στην οικο­γένεια είτε του διαθέτη, είτε του κληρονόμου, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσώπων, αυτό ονομάζεται οικογενειακό καταπίστευμα (ΑΚ 1929, 1930). Σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα της παρ.1 του άρθρου 1929 ΑΚ, αν η διατήρηση της κληρονομίας ή ποσο­στού της ορίσθηκε για την οικογένεια του διαθέτη, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρούνται καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκαταστάτου, όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον διαθέτη, αν πέθαινε κατά το χρόνο θανάτου του εγκαταστάτου, ενώ για άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα.

Ποια είναι η βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη οικογενειακού καταπιστεύματος;

Προϋπόθεση για να υπάρχει οικογενειακό καταπίστευμα, είναι να μην υπάρχει ορισμός προσώπων χάριν των οποίων συστή­θηκε, αλλά πρέπει ο διαθέτης να επιθυμούσε τη δια­τήρηση της κληρονομίας χάριν της οικογενείας του ή του κληρονόμου του, διαφορετικά, τα άρθρα 1929- 1930 δεν εφαρμόζονται (ΑΠ 240/2019, ΑΠ 246/2011 ΝΟΜΟΣ).

Ποιός μπορεί να οριστεί ως καταπιστευματοδόχος;

Πε­ραιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1936 εδ.α΄ του ΑΚ, καταπιστευματοδόχος μπορεί να είναι μόνο όποιος ζει ή τουλάχιστον έχει συλληφθεί κατά το χρόνο που επάγεται σε αυτόν η κληρονομία. Σε περίπτωση που η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο ματαιωθεί, όχι μόνο για τους λόγους που αναφέρει το β΄ εδάφ. της ίδιας διάταξης (αν δηλαδή αυτός δεν ζει ή δεν έχει συλληφθεί), αλλά για οποιοδήποτε λόγο (αποβίωση, αποποίηση, ματαίωση της αίρεσης κλπ.), η κληρονομία παραμένει καταρχήν στον κληρονόμο, κατ` αναλογία της διάταξης του άρθρου 1936 παρ. 2 ΑΚ (ΑΠ 1193/2012, ΑΠ 392/2010 ΝΟΜΟΣ).

Ποιές εξαιρέσεις ισχύουν για τον ορισμό του καταπιστευματοδόχου;

Κατ’ εξαίρε­ση, αυτό δεν συμβαίνει εφόσον έχουν ορισθεί περισ­σότεροι καταπιστευματοδόχοι, οπότε η μερίδα του εκπεσόντος ή μη υπάρχοντος καταπιστευματοδόχου προσαυξάνει τις μερίδες των υπολοίπων, εφόσον συ­ντρέχουν οι όροι της ΑΚ 1807.

Ποιές είναι οι προϋποθέσεις προσαύξησης της μερίδας συγκληρονόμων όταν κάποιος κληρονόμος εκπέσει;

Εξάλλου, προϋποθέσεις της προσαύξησης, δηλαδή της αναλογικής αύξησης της μερίδας των συ­γκληρονόμων κατά τη μερίδα εκείνου του κληρονό­μου, ο οποίος εξέπεσε, κατά την έννοια του άρθρου 1807 εδάφ. α΄ ΑΚ, είναι:

α) με τη διαθήκη να έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι κληρονόμοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκλείεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή, αποκλεισμός ο οποίος θα προκύπτει από τη βούληση του διαθέτη (π.χ. όταν εγκατέστησε τους τιμώμενους σε ολόκληρη την κληρονομία ή και υπερβαίνοντας τον κλήρο, ή όταν εγκατέστησε τους τιμώμενους σε ποσοστά που δεν εξαντλούν τον κλήρο, προκύπτει όμως βούλησή του να είναι οι μόνοι κληρονόμοι του),

β) να εκπέσει, για οποιοδήποτε λόγο, ένας από τους εγκατάστατους πριν από την επαγωγή ή μετά την επαγωγή και γ) να μην έχει αποκλειστεί η προσαύξη­ση από τον διαθέτη, ρητά ή σιωπηρά (ΑΠ 2306/2009 ΝοΒ 2010,1407, ΑΠ 1044/2002 ΕλΔνη 2002,1666, ΕφΑθ 3298/2011, ΕλΔνη 201,.475, ΕφΑθ 4533/2003 ΕλΔνη 2004,882).

Υπάρχει προσαύξηση της μερίδας των συγκληρονόμων όταν ο διαθέτης καταλείπει όλη τη κληρονομιά του στα πρόσωπα της διαθήκης;

Από τις δια­τάξεις αυτές, σε συνδυασμό και προς την προκύπτου­σα από το άρθρο 1710 παρ. 2 του ΑΚ γενική αρχή, κατά την οποία η εκ διαθήκης διαδοχή έχει προτεραιότητα έναντι της εξ αδιαθέτου, συνάγεται ότι χωρεί προ­σαύξηση και όταν ο διαθέτης κατέλειπε ολόκληρη την κληρονομία του στους εγκαταστάτους, δεδομένου ότι η κατάληψη ολόκληρης της κληρονομίας του διαθέτη, με τη διαθήκη, στους εγκαταστάτους, ενέχει σαφή εκ­δήλωση της θελήσεώς του να περιέλθει η κληρονομία του μόνο στους εκ διαθήκης κληρονόμους, κατ’ απο­κλεισμό της εξ αδιαθέτου διαδοχής (ΕφΑθ 3315/2015 ΝΟΜΟΣ).

Ποιές είναι οι υποχρεώσεις του κληρονόμου μέχρι η κληρονομιά να πάει στον καταπιστευματοδόχο;

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 1937 ΑΚ προκύπτει, ότι ο βεβαρημένος με καταπίστευμα, μέχρι να γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο, έχει την τακτική διαχείριση της κληρονομίας, δηλαδή ενεργεί όλες τις αναγκαίες πράξεις για την εκμετάλλευση, συντήρηση και διαφύλαξη των κληρονομιαίων σύμφωνα με τον προορισμό κάθε αντικειμένου της, εφόσον δε ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, έχει την εξουσία να διαθέτει τα αντικείμενα της κληρονομίας μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στην παρ. 2 του παραπάνω άρθρου περιπτώσεις, δηλαδή μόνον εφόσον:

α) η διάθεση επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης (εκποίηση υποκειμένων σε φθορά αντικειμένων, εκπλήρωση υποχρεώσεων της κληρονομίας),

β) αν έδωσε τη συναίνεσή του ο καταπιστευματοδόχος και γ) όταν υπάρχει καταπίστευμα του υπολοίπου (περιλιμπανομένου), κατ` άρθρο 1939 ΑΚ.

Μπορεί ο κληρονόμος να εκποιεί περιουσία της κληρονομιάς μέχρι να η κληρονομιά να πάει στο καταπιστευματοδόχο;

Κάθε άλλη διάθεση που γίνεται από το βεβαρημένο κληρονόμο κατά παράβαση των παραπάνω ορισμών, αποβαίνει άκυρη μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο, ήτοι η ακυρότητα είναι επιγενόμενη, δηλαδή αποβαίνει άκυρη με την επαγωγή του καταπιστεύματος και είναι σχετική υπέρ του καταπιστευματοδόχου, προς το συμφέρον του οποίου έχουν ταχθεί οι όροι.

Τι είναι το περιλιμπανόμενο καταπίστευμα ή καταπίστευμα υπολοίπου;

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1939 ΑΚ, καταπίστευμα του υπολοίπου (περιλιμπανομένου) υπάρχει, όταν ο διαθέτης εγκαθιστά τον καταπιστευματοδόχο σε ό,τι απομένει ή βρεθεί στην κληρονομία κατά το χρόνο επαγωγής σ` αυτόν του καταπιστεύματος και όταν ο διαθέτης επιτρέπει ρητά με τη διαθήκη του την ελεύθερη και απεριόριστη διαχείριση της κληρονομίας στον βεβαρημένο, οπότε ο τελευταίος έχει δικαίωμα να προβεί σε κάθε διάθεση των κληρονομιαίων αντικειμένων με πράξη επαχθή ή χαριστική (πώληση, δωρεά), δεν δικαιούται όμως να τα διαθέτει με τελευταία διάταξη, αφού η κληρονομιά μετά το θάνατο του ανήκει στον καταπιστευματοδόχο. Μια τέτοια διάθεση εκ μέρους του τελευταίου είναι άκυρη, η ακυρότητα δε αυτή είναι επιγενόμενη (όχι αρχική) και σχετική υπέρ του καταπιστευματοδόχου, από τον οποίο και μόνο μπορεί να προταθεί. Η εξουσία του βεβαρημένου κληρονόμου να διαθέτει ως ανωτέρω τα αντικείμενα της κληρονομίας υπόκειται (μόνο) στον γενικό περιορισμό των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, και συνεπώς ο κληρονόμος δεν μπορεί να προβεί, εναντίον της καλής πίστεως, σε άσκοπη ή άσωτη κατασπατάληση της περιουσίας με σκοπό απλώς και μόνο να μην περιέλθει τίποτε από αυτήν στον καταπιστευματοδόχο (ΑΠ 403/2019, ΑΠ 1222/2018, ΑΠ 149/2017, ΑΠ 186/2017, ΑΠ 492/2014, ΑΠ 2242/2014, ΑΠ 1158/2013, ΕφΘεσ 2536/2018 ΝΟΜΟΣ).

Σε ποιές ενέργειες πρέπει να προβεί ο κληρονόμος κατά την επαγωγή του καταπιστεύματος;

Εξάλλου, μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος παύει να είναι κληρονόμος και έχει υποχρέωση να παραδώσει την κληρονομιά στην κατάσταση που θα βρισκόταν ύστερα από τακτική διαχείριση, εκτός από τους καρπούς που έχουν παραχθεί έως την επαγωγή (άρθρο 1941 παρ.1 εδ. α` ΑΚ). Ο καταπιστευματοδόχος μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος, επέχει θέση κληρονόμου, και προστατεύεται με τα ίδια μέσα που προστατεύεται και ο αρχικός κληρονόμος, ήτοι και με την περί κλήρου αγωγή (άρθρο 1871 ΑΚ), την οποία ασκεί κατά του βεβαρημένου ή τρίτου.

Η περί κλήρου αγωγή στο καταπίστευμα και η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος;

Ειδικότερα, εναγόμενος με την περί κλήρου αγωγή, η οποία έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου από αυτήν, είναι ο κατά το χρόνο της ασκήσεως της αγωγής νεμόμενος pro herede, δηλαδή ως κληρονόμος, αντικείμενα της κληρονομιάς, όπως αυτά μνημονεύονται στο άρθρο 1872 ΑΚ (ενσώματα ή ασώματα ή το αντικατάλλαγμα αυτών) ή τον πλουτισμό από αυτά. Δεν αρκεί αυτός να νέμεται τα αντικείμενα αυτά αλλά και να τα νέμεται ως κληρονόμος, αντιποιούμενος, δηλαδή, κληρονομικό δικαίωμα, ανεξάρτητα αν τελεί σε καλή ή κακή πίστη, αν δηλαδή πιστεύει στην ύπαρξη του αξιουμένου κληρονομικού δικαιώματος (ΑΠ 1347/2015, ΑΠ 1126/2009, Εφθεσ 2536/2018 ΝΟΜΟΣ).

Χρησικτησία και κληρονομικό δικαίωμα. Προϋποθέσεις

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1710 παρ.1 του ΑΚ κατά τον θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από τον νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι), κατά δε το άρθρο 1879 του ΑΚ, εφόσον δεν έχει παραγραφεί η αγωγή περί κλήρου ο νομέας της κληρονομίας δεν μπορεί να επικαλεστεί έναντι του κληρονόμου τη χρησικτησία πράγματος το οποίο έχει στη νομή του ως ανήκον στην κληρονομία.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι

α) πράγμα που κατά τον θάνατο του κληρονομουμένου έχει εκφύγει της περιουσίας του και δεν ανήκει σ` αυτόν δεν αποτελεί στοιχείο της κληρονομίας και δεν περιέρχεται στους κληρονόμους του, και ότι

β) ο νομέας του πράγματος αυτού μπορεί να επικαλεστεί τη χρησικτησία του έναντι του κληρονόμου, αφού τούτο δεν ανήκει στην κληρονομία και αυτός δεν το νέμεται ως κληρονόμος (ΑΠ 1129/2013 ΝΟΜΟΣ).

Η διεκδικητική αγωγή στο κληρονομικό καταπίστευμα.

Τέλος, η διεκδικητική αγωγή ως αξίωση υπόκειται στην γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, σύμφωνα δε με το άρθρο 251 ίδιου Κώδικα, η παραγραφή αυτή αρχίζει από την στιγμή που προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητος, με την δημιουργία καταστάσεως αντιτιθεμένης σ` αυτό και επέρχεται από μόνη την παράλειψη του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμα χωρίς να ερευνάται το είδος της νομής ή κατοχής που ασκεί ο προσβολέας ούτε αν η νομή αυτή μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητος με χρησικτησία. Γνωστοποίηση της αντιποιήσεως της νομής στον δικαιούχο δεν απαιτείται κατ` αρχήν, εάν όμως το πράγμα έχει παραδοθεί στον κάτοχο δυνάμει έννομης σχέσεως, η παραγραφή δεν αρχίζει πριν από την λήξη της έννομης σχέσεως, εκτός αν ο κάτοχος αντιποιηθεί την νομή εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να νέμεται το πράγμα για τον εαυτό του και λάβει γνώση του γεγονότος αυτού ο κύριος.

Ποιός μπορεί να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή σε περίπτωση ύπαρξης κληρονομικού καταπιστεύματος;

Από τα άρθρα 1923, 1935, 1937 του ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση καταπιστεύματος, που μπορεί να συσταθεί και μέχρι τον θάνατο του βεβαρυμμένου με το καταπίστευμα κληρονόμου, αυτός αποκτά μετακλητή αλλά πλήρη κυριότητα επί των πραγμάτων που ανήκαν στον κληρονομηθέντα, μέχρι δε την επαγωγή του καταπιστεύματος νομιμοποιείται για την άσκηση διεκδικητικής αγωγής κατ` εκείνου που αυθαιρέτως κατακρατεί κληρονομιαία πράγματα, αφού είναι κύριός τους, ασκεί δε ελευθέρως την διαχειριστική εξουσία επ` αυτών, ευθυνόμενος έναντι του καταπιστευματοδόχου για όση επιμέλεια δείχνει στις δικές του υποθέσεις. Η διάθεση όμως των αντικειμένων της κληρονομίας δεν είναι επιτρεπτή στον βεβαρυμμένο, εκτός αντιθέτου ορισμού από τον διαθέτη, χωρίς τις κατ` άρθρο 1937 παρ.2 προϋποθέσεις, ενώ κάθε άλλη διάθεση αποβαίνει άκυρη μόλις γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο.

Ποια πράγματα εξαιρούνται από τη χρησικτησία στο κληρονομικό καταπίστευμα;

Ακόμη, με τις διατάξεις του ΑΚ καθορίζονται ως εξαιρούμενα της χρησικτησίας μόνο τα πράγματα που αναφέρονται στο άρθρο 1055 αυτού, στα οποία δεν περιλαμβάνονται εκείνα που ανήκουν στον βαρυνόμενο με καταπίστευμα κληρονόμο. Με τα δεδομένα αυτά δεν εμποδίζεται, από την απαγόρευση διαθέσεως, η κτήση αντικειμένου της κληρονομίας με χρησικτησία που αποτελεί πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητος ούτε πολύ περισσότερο, η απόσβεση της αξιώσεως προς απόδοση του πράγματος με την παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής, τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται και εις βάρος του καταπιστευματοδόχου, εάν δε υφίστατο μεταξύ του κληρονομηθέντος και του νομέως έννομη σχέση που δικαιολογεί την κατοχή, αυτή συνεχίζεται και στο πρόσωπο του βεβαρυμένου κληρονόμου και σ` αυτόν απαιτείται να καταστεί γνωστή η τυχόν αντιποίηση της νομής εκ μέρους του νομέως, αφού αυτός είναι διάδοχος του κληρονομηθέντος στην κυριότητα και την νομή και διαχειρίζεται την κληρονομιαία περιουσία (ΑΠ 1157/2003 ΝΟΜΟΣ).

 

 

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply