κληρονομιά

Η κληρονομιά χωρίς διαθήκη κατά το Αγγλικό Δίκαιο

Η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για τη χορήγηση κληρονομητηρίου για κληρονομιά στην Ελλάδα από αλλοδαπό κληρονομούμενο κάτοικο Αγγλίας.

κληρονομιά. Η χορήγηση ή μη κληρονομητηρίου σε κληρονόμους αλλοδαπών κληρονομουμένων εξαρτάται από την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και την ανάγκη παροχής της ζητούμενης ένδικης προστασίας. Τα ημεδαπά επομένως δικαστήρια ενώπιον των οποίων υποβάλλονται αιτήσεις παροχής κληρονομητηρίου από κληρονόμους αλλοδαπών κληρονομουμένων θα πρέπει κατά κύριο λόγο να ερευνούν για να διαπιστώσουν την ύπαρξη του συνδετικού εκείνου στοιχείου που θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία τους για την έκδοση του ζητούμενου κληρονομητηρίου.

Αρμοδιότητα ελληνικών δικαστηρίων – Διεθνής Δικαιοδοσία στην έκδοση κληρονομητηρίου για κληρονομιά στην Ελλάδα.

Έτσι, αν ο αλλοδαπός κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία ή διαμονή του στην Ελλάδα, αρμόδιος για τη χορήγηση του κληρονομητηρίου είναι ο ειρηνοδίκης του τόπου της κατοικίας ή διαμονής του (άρθρο 1956 ΑΚ σε συνδ. με τα άρθρα 810 και 819 εδ. α΄), που λόγω αυτής της κατά τόπο αρμοδιότητας έχει διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ) για την έκδοση του ζητούμενου κληρονομητηρίου. Εάν αντίθετα ο κληρονομούμενος δεν είχε κατοικία ή διαμονή στη χώρα μας, άφησε όμως περιουσιακά στοιχεία, αρμόδιος για την χορήγηση του κληρονομητηρίου είναι ο ειρηνοδίκης στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η περιουσία του (άρθρο 40 σε συνδ. με 740 ΚΠολΔ), που λόγω ακριβώς της δωσιδικίας της περιουσίας έχει διεθνή δικαιοδοσία στην προκειμένη περίπτωση.

Πότε η περιουσία στην Ελλάδα, δημιουργεί διεθνή δικαιοδοσία στα Ελληνικά δικαστήρια;

Ως περιουσία δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 40 ΚΠολΔ, νοείται κάθε αντικείμενο που έχει χρηματική αξία, ανεξάρτητα εάν πρόκειται περί πράγματος ή δικαιώματος και αδιάφορα από ποιόν κλάδο του ουσιαστικού δικαίου πηγάζει. Πάντως, το ειρηνοδικείο της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του αλλοδαπού κληρονομουμένου έχει διεθνή δικαιοδοσία για την παροχή κληρονομητηρίου ακόμα και στην περίπτωση που δεν υπάρχουν κληρονομιαία στοιχεία στην Ελλάδα.

Πότε ο κληρονόμος αλλοδαπού κληρονομουμένου δικαιούται να υποβάλλει αίτηση παροχής κληρονομητηρίου για κληρονομιά στον κατά τόπο αρμόδιο ειρηνοδίκη, ανεξάρτητα αν αναγνωρίζεται ή όχι ο θεσμός του κληρονομητηρίου στην αλλοδαπή;

Ο κληρονόμος αλλοδαπού κληρονομουμένου δικαιούται να υποβάλλει αίτηση παροχής κληρονομητηρίου στον κατά τόπο αρμόδιο ειρηνοδίκη, ανεξάρτητα αν αναγνωρίζεται ή όχι ο θεσμός του κληρονομητηρίου στην αλλοδαπή, καθώς ο θεσμός αυτός είναι δικονομικός και αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, και στη προστασία των συναλλαγών στην Ελλάδα των τρίτων μετά του κληρονόμου και στην τακτοποίηση των ζητημάτων που προκύπτουν από την κληρονομιά. Πλην όμως, στην περίπτωση αυτή το εφαρμοστέο δίκαιο είναι κατ’ άρθρο 28 ΑΚ το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του, ανεξάρτητα από τον τόπο του θανάτου του, το οποίο αλλοδαπό δίκαιο λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ (Αλ. Βάρκα – Αδάμη, Το Κληρονομητήριο, έκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2013, σελ. 42-43, ΜΠρΡοδ530/2010, 777/2009, 634/2009, 578/2004, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Το αγγλικό δίκαιο στην εξ αδιαθέτου διαδοχή και ο διαχειριστής της περιουσίας.

Περαιτέρω, κατά το ισχύον δίκαιο της εξ αδιαθέτου διαδοχής στην Αγγλία (παρ. 46 του νόμου περί διαχειρίσεως κληρονομιών 1925, όπως τροποποιήθηκε από το νόμο περί της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του 1952 για τους μετά το 1952 θανάτους), με το θάνατο κάποιου προσώπου, είτε αυτός κληρονομείται εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου, όλη η περιουσία του δεν περιέρχεται αμέσως στους κληρονόμους του, αλλά στον αντιπρόσωπό του (personal representative), ο οποίος διορίζεται από το δικαστήριο ως διαχειριστής (administrator) ή είναι ο εκτελεστής διαθήκης που ορίστηκε με τη διαθήκη από το διαθέτη (executor) και καθίσταται (η κληρονομιαία περιουσία) “εμπίστευμα εκ του νόμου προς πώλησιν” (άρθρ. 33 (Ι)).

Ποιές είναι οι εξουσίες του διαχειριστή στη κληρονομιά χωρίς διαθήκη κατά το Αγγλικό Δίκαιο;

Έτσι, ο προσωπικός αντιπρόσωπος του κληρονομουμένου, από το θάνατο, κρατεί ως εμπίστευμα για ρευστοποίηση τα ακίνητα της κληρονομίας, συγκεντρώνει δε, εκποιεί ή ρευστοποιεί τα κινητά, εκτός από τα χρήματα και έχει το δικαίωμα, κατά την απόλυτη αυτού κρίση, της αναβολής της εκποιήσεως και ρευστοποιήσεως. Το αντάλλαγμα της ανωτέρω εκποιήσεως, μαζί με το τμήμα της κληρονομίας που παραμένει ανεκποίητο, όταν δεν υπάρχει ανάγκη εκποιήσεως για διαχειριστικούς λόγους, χρησιμοποιείται για την πληρωμή εξόδων κηδείας, διαθήκης, αν υπάρχει, και διαχειρίσεως, των φόρων, των χρεών, και των υπολοίπων υποχρεώσεων της κληρονομίας (άρθρ. 33 (2)). Ό,τι απομένει συνιστά το “κατάλοιπον” (residuary estate), (άρθρ. 33 (4) του νόμου), το οποίο διανέμεται στους δικαιούχους, ήτοι στους κληρονόμους εκ διαθήκης ή σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής, οι οποίοι καλούνται «ωφελούμενα» πρόσωπα (beneficiaries). Σημειώνεται ότι ο προσωπικός αντιπρόσωπος δύναται και ο ίδιος να είναι ωφελούμενο πρόσωπο.

Πως πρέπει να ενεργεί ο διαχειριστής στη κληρονομιά;

Ο προσωπικός αντιπρόσωπος κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του οφείλει να ενεργεί καλοπίστως και να καταβάλει την επιμέλεια, την οποία κάθε συνετός άνθρωπος θα κατέβαλε κατά την διαχείριση των υποθέσεών του, ενώ ευθύνεται μέχρι του ενεργητικού της κληρονομίας, αλλά έχει και προσωπική ευθύνη για κάθε σύμβαση που κατήρτισε ή για κάθε παράνομη πράξη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ποια η διαφορά μεταξύ διαχειριστή-αντιπροσώπου κατά το αγγλικό δίκαιο και του εκτελεστή διαθήκης κατά το ελληνικό δίκαιο;

Ο προσωπικός αντιπρόσωπος του κληρονομουμένου, θεσμός ο οποίος δεν υπάρχει στο ελληνικό δίκαιο, δεν ταυτίζεται με το θεσμό του εκτελεστή διαθήκης που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο, καθώς ο προσωπικός αντιπρόσωπος αποκτά κυριότητα στην κληρονομιαία περιουσία για τις ανάγκες της διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως της κληρονομίας, πλην όμως ο θεσμός αυτός δεν είναι αντίθετος προς την ελληνική δημόσια τάξη αφού δεν εισάγει σύστημα αντίθετο προς τις βασικές αρχές του ελληνικού κληρονομικού δικαίου. Ο διορισμός του αντιπροσώπου αυτού πρέπει να αναγράφεται στο κληρονομητήριο, αφού συνεπάγεται χρονικώς περιορισμό του κληρονομικού δικαιώματος του κληρονόμου (βλ. ΕφΑθ 4506/2011, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 8301/1989, ΕΕΝ/1990 (299), ΝΟΒ/1990 (1013), ΕιρΧαν (ΔιατΚληρ) 2429/2014, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο).

Τί είναι το το εμπίστευμα (trust) κατά ο αγγλικό δίκαιο;

Περαιτέρω, το εμπίστευμα (trust), θεσμός ευρύτατα γνωστός στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο για τη ρύθμιση περιουσιακών θεμάτων, που στην Αγγλία διέπεται από τις διατάξεις του Νόμου περί Εμπιστευματοδόχων 1925 (Trustee Act 1925), ορίζεται ως η συνδεόμενη με περιουσιακό αντικείμενο καταπιστευτική σχέση, δυνάμει της οποίας επιβάλλονται στο δικαιούχο του περιουσιακού αντικειμένου υποχρεώσεις εξ επιείκειας προς διαχείριση του αντικειμένου σε όφελος κάποιου άλλου προσώπου. Με άλλα λόγια θα μπορούσε να οριστεί ως μία έννομη σχέση, η οποία δημιουργείται όταν εκουσίως μεταβιβάζεται ένα περιουσιακό αντικείμενο σε ένα πρόσωπο, που καλείται εμπιστευματοδόχος (trustee), ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το διαχειριστεί προς όφελος ενός ή περισσοτέρων άλλων προσώπων, που καλούνται ωφελούμενοι (beneficiaries). Ούτε ο εμπιστευματοδόχος, ούτε ο ωφελούμενος είναι κύριοι, κατ’ αποκλειστικότητα ο καθένας έναντι του άλλου του περιουσιακού αντικειμένου που μεταβιβάσθηκε.

Ποιές είναι οι ιδιότητες που προκύπτουν από το εμπίστευμα;

Αυτός που μεταβιβάζει το περιουσιακό αντικείμενο καλείται ιδρυτής (settlor). Ο ιδρυτής μπορεί να έχει και την ιδιότητα του εμπιστευματούχου ή του ωφελούμενου. Δεν μπορεί, όμως, να είναι ταυτόχρονα εμπιστευματούχος και ωφελούμενος, αφού θα επερχόταν σύγχυση των εκ του νόμου και των εξ επιείκειας δικαιωμάτων και ο ιδρυτής θα καθίστατο μοναδικός κύριος. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία ο ιδρυτής πρόκειται να είναι ωφελούμενος του εισοδήματος της περιουσίας του εμπιστεύματος όσο ζει με τον όρο της καταβολής ή διανομής σε άλλο δικαιούχο μετά το θάνατό του.

Πως ιδρύεται το εμπίστευμα;

Το εμπίστευμα ιδρύεται με μονομερή δήλωση βούλησης του ιδρυτή και αναπτύσσει τα αποτελέσματά του είτε inter vivos, δηλαδή όσο ζει ο ιδρυτής, είτε mortis causae, δηλαδή μετά το θάνατό του. Στην τελευταία περίπτωση, η ιδρυτική πράξη του εμπιστεύματος συνίσταται είτε σε ολόκληρη διαθήκη, είτε σε ιδιαίτερες διατάξεις στο πλαίσιο διαθήκης. Με το εμπίστευμα τόσο ο εμπιστευματούχος, όσο και ο ωφελούμενος είναι κύριοι της περιουσίας, αλλά με διαφορετική έννοια. Ο μεν εμπιστευματούχος έχει την εκ του νόμου ή τυπική κυριότητα (legal ownership), που προστατεύεται από τους κανόνες του common law, ενώ ο ωφελούμενος την ουσιαστική κυριότητα (equitable ownership ή equitable interest), που προστατεύεται από τους κανόνες της equity (βλ. για τα παραπάνω Χ. Δεληγιάvvη -Δημητράκου, Trust και καταπίστευση, 1998, Α. Γιαννόπουλου, Εμπίστευμα (trust) και Civil Law, ΕλΔ 40.988, ΑΠ 684/1985 ΝοΒ 1986.549, ΜΠρΑθ 7346/2001, Δ/ΝΗ 2003/272). Πολύ συχνά, όταν το εμπίστευμα ιδρύεται με διάταξη διαθήκης, η τελευταία προβλέπει για τον εμπιστευματοδόχο (trustee) και ρόλο εκτελεστή της διαθήκης (executor).

Ο αντιπρόσωπος, ο εκτελεστής διαθήκης και εμπιστευματοδόχος και οι ρόλοι του καθενός;

Σε κάθε πάντως περίπτωση, ο προσωπικός αντιπρόσωπος, είτε αυτός διορίζεται από το δικαστήριο (administrator), είτε κατονομάζεται από το διαθέτη στη διαθήκη του (executor), επέχει θέση εμπιστευματοδόχου (trustee) εκ του νόμου (όπως ήδη εκτέθηκε ως άνω, μετά το θάνατο του κληρονομουμένου η περιουσία του καθίσταται “εμπίστευμα εκ του νόμου προς πώλησιν”), ο οποίος λαμβάνει κατά νομική κυριότητα την κληρονομιαία περιουσία για τους σκοπούς της διαχειρίσεως και τελικής λήψεως από τα ωφελούμενα πρόσωπα (beneficiaries), έχοντας και το δικαίωμα εκποιήσεώς της (in trust for sale). (βλ. ΕιρΧαν (ΔιατΚληρ) 2429/2014, ό.π.).

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply