η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο : Τα πρωτοδικεία της χώρας ακυρώνουν το ένα μετά τ άλλο τις δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο – Απόφαση ΣΤΑΘΜΟΣ του Πολ.Πρωτ.Αθηνών που ακυρώνει δανειακή σύμβαση σε Ελβετικό Φράγκο – Οι δανειολήπτες σε αυτή τη περίπτωση απαλλάσσονται από το υπόλοιπο του δανείου.
η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο
Όλα ξεκίνησαν όταν οι τράπεζες άρχισαν να δίνουν δάνεια σε συνάλλαγμα με σκοπό οι υπάλληλοι τουςε, οι οποίοι δεν είχαν κατάρτιση σε επενδυτικά προϊόντα, να βγάλουν bonus από προμήθειες για κάθε δάνειο που δίνανε στο κόσμο σε συνάλλαγα.
Από το 2006-2008 δόθηκαν εκατοντάδες δάνεια σε συνάλλαγμα ελβετικού φράγκου και τα bonus που δίνανε έπιασαν το κόκκινο, χωρίς όμως να νοιάζεται κανείς για τις συνέπειες των πράξεων τους.
Το “τυράκι” ήταν το χαμηλό LIBOR CHF σε σχέση με το επιτόκιο EURIBOR αλλά και την πολιτική της EKT για υψηλά επιτόκια που μαζί με το spread της τράπεζας την περίοδο εκείνη κυμαινόταν στο 5,5% σε σχέση με το 2,5 του LIBOR CHF.
Κανείς όμως δεν ενημέρωσε τους δανειολήπτες ότι το δάνειο σε συνάλλαγμα είναι επενδυτικό προϊόν αφού η ισοτιμία καθορίζεται από τις αγορές κάθε λεπτό όπως το χρηματιστήριο. Άλλο είναι το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα της ελβετίας αγόραζε καθημερινά δισεκ. ευρώ προκειμένου να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία. Έως πότε θα γινόταν άραγε αυτό. Την απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα όμως το γνώριζαν πολύ καλά οι τράπεζες, αφού αγόραζαν καθημερινά συνάλλαγμα στη διατραπεζική αγορά τόσο όσο και η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας προκειμένου να διατηρηθεί σταθερή η ισοτιμία.
Επίσης οι τράπεζες πανευρωπαικά γνώριζαν ότι σε ενδεχόμενη ποσοτική χαλάρωση του ευρώ, η οποία συζητούνταν και σχεδιάζονταν ήδη από τότε δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί η κεντρική τράπεζα της ελβετίας για το λόγο ότι κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αγοράζει ένα εξασθενημένο νόμισμα, όταν έχει ήδη απόθεμα τρισεκ. ευρώ σε αγορά ισοτιμίας του ευρώ στο 1,65 ευρώ, με το ευρώ να υποτιμάται.
Αξιοσημείωτη είναι η θέση των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων της χώρας αναφορικά με την ακύρωση μέρους ή ολόκληρης της σύμβασης, αφού τόσο τα δικαστήρια των ασφαλιστικών μέτρων όσο και τα τακτικά πρωτοβάθμια δικαστήρια έχουν πάρει θέση, άλλα υπέρ της ακύρωσης μέρους της σύμβασης, άλλες υπέρ της ακύρωσης ολόκληρης της σύμβασης, οπότε σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα αντιμετωπίζεται έστω και προσωρινά.
Χαρακτηρισιτκή περίπτωση είναι πρόσφατη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών όπου με το σκεπτικό της έχει ακυρώσει όλη τη δανειακή συμβαση με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πλέον υποχρέωση καταβολής κανενός ποσού στον δανειολήπτη λόγω άκυρης σύμβασης.
Αξιοσημείωτο είναι το σκεπτικό της αποφάσεως το οποίο το παραθέτοουμε αυτούσιο, αλλά κατηγοριοποιημένο έτσι ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτό από τον αναγνώστη.
Στο παρακάτω σκεπτικό το δικαστήριο κατέληξε σε πολυμελή σύνθεση κατόπιν των στοιχείων που του παρατέθηκαν.
Οι τράπεζες πρότασσαν την διαφορά επιτοκίων και τη σταθερή ισοτιμία της διακύμανσης Ευρώ/CHF
“… Συγκεκριμένα, τονίζονταν τόσο η σταθερότητα της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ -ελβετικού φράγκου, όσο και το πλεονέκτημα της επιτοκιακής διαφοράς EURIBOR και LIBOR CHF, που είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερους τόκους και συνακόλουθα μικρότερη μηνιαία επιβάρυνση, για τον δανειολήπτη ελβετικού φράγκου, έναντι του δανειολήπτη σε ευρώ…”
Οι τράπεζες επέμεναν ότι η διακύμανση θα συνεχιζόταν στο μέλλον και θα ήταν σταθερή, ενώ διαβεβαίωναν ότι οι δανειθολήπτες θα κέρδιζαν από το χαμηλό επιτόκιο ακόμη και αν διαφοροποιούνταν η ισοτιμία.
“…τονιζόταν επίσης και η προσδοκία ότι η χαμηλή διακύμανση της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου θα συνεχιζόταν και στο μέλλον, το δε επιτοκιακό όφελος θα κάλυπτε, σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε ζημία, από πιθανή ανατίμηση του ελβετικού φράγκου…”
Τι διαπίστωσε το δικαστήριο για τα επιτόκια και τις ισοτιμίες των δύο νομισμάτων.
“…Αναφορικά με το επιτόκιο LIBOR, πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο ήταν και παρέμεινε, ιδιαίτερα χαμηλό, σε σχέση με
το επιτόκιο EURIBOR, βαίνει δε διαρκώς μειούμενο. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι από τις αρχές του έτους 2008 και εντεύθεν, η ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατέγραψε μεγάλη μείωση σε βάρος του ευρώ, ο δε δείκτης της διακύμανσης, η οποία είχε παραμείνει περίπου σταθερή, για τα προηγούμενα δεκαπέντε (15) έτη, τριπλασιάστηκε…”
Σε ποιές ενέργειες προέβη η τράπεζα της Ελβετίας με βάση τα στοιχεία που παρατέθηκαν στο δικαστήριο και πως διαμορφώθηκε η ισοτιμία μετά τις αποφάσεις και ποιες συνέπειες προέκυψαν από τις αποφάσεις αυτές για τους δανειολήπτες.
“…Μάλιστα, το έτος 2011, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, έθεσε κατώτερο όριο στην ισοτιμία των δύο νομισμάτων, αυτό του 1,20 (δηλαδή 1 ευρώ = 1,20 ελβετικό φράγκο), το όποιο, όμως, απελευθέρωσε, με νεώτερη απόφαση της, τον Ιανουάριο
2015. Ετσι αποδεικνύεται, με βάση τα ανωτέρω, ότι στην επίδικη περίπτωση, η ισοτιμία EURO/CHF, με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου, κατά την εκταμίευση του δανείου (27-02- 2007), ήταν 1,629 (δηλαδή 1 ευρώ ισούτο με 1,629 ελβετικά φράγκα), ενώ, τον Μάρτιο του 2015 έφθασε σε 1,0383 (δηλαδή 1 ευρώ ισούτο με 1,0383 ελβετικά φράγκα), με συνέπεια, η διαφορά αυτή (μεταξύ αρχικής και επιγενόμενης ισοτιμίας), να επιβαρύνει (αυξάνει), τη μηνιαία δόση που
καταβάλλουν οι δανειολήπτες σε ευρώ, καθώς και το οφειλόμενο ποσό σε ευρώ, για την αποπληρωμή του δανείου...”
Πως διαμορφώνονταν οι δόσεις ετά τις αλλεπάλληλες αλλαγές στην ισοτιμία των νομισμάτων και με ποιο ρυθμό αυξάνονταν. Οι τράπεζες πρότειναν χρονική επέκταση της σύμβασης για μείωση δόσεων.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, εξαιτίας της σταθερά ανοδικής τάσης της δόσης του επίδικου δανείου (ενδεικτικά αναφέρεται ότι, ενώ στην αρχή κινήθηκε στο ποσό των 2.000 ευρώ, τον Αύγουστο του έτους 2011 είχε ήδη φθάσει στο ποσό των 2.467 ευρώ), οι δύο πρώτοι των εναγόντων περιήλθαν σε αδυναμία εξόφλησης της, και, γι’ αυτό, αυτοί συνήψαν με την τράπεζα «………………», την από 24-08-2011 τροποποιητική πράξη, με την οποία μεταβλήθηκε η προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. ………. δανειακή σύμβαση, ως προς τον χρόνο αποπληρωμής του δανείου, και συγκεκριμένα τούτος επιμηκύνθηκε κατά 10 έτη, αποτέλεσμα δε τούτου ήταν η πτώση του ποσού της μηνιαίας δόσης, που όφειλαν οι δανειολήπτες (κινήθηκε περίπου στο ποσό των 1.400 ευρώ, τον Σεπτέμβριο 2011).
Με ποιό τρόπο η τράπεζα επέρριπτε το συναλλαγματικό κίνδυνο στο δανειολήπτη, αποφεύγοντας η ίδια τις συνέπειες της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι με τους προαναφερόμενους, προδιατυπωμένους, υπ’ αριθμ. 5.01 και 11.3 όρους της επίδικης, από 13-12-2006, σύμβασης, με τους οποίους προβλεπόταν, αντιστοίχως, ότι η εξόφληση του δανείου θα γίνεται σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, καταβαλλομένων αποκλειστικά στο νόμισμα που χορηγήθηκε το δάνειο, δηλαδή σε ελβετικά φράγκα (υπ’ αριθμ. 5.01 όρος) και ότι, σε περίπτωση καταγγελίας, η τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής, από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, υπολογίζοντας τη μετατροπή αυτή, με την τιμή αγοράς των ελβετικών φράγκων, που θα ισχύει κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης, σύμφωνα με το ημερήσιο δελτίο συναλλάγματος της τράπεζας, εκείνης της ημέρας (υπ’ αριθμ. 11.3 όρος), η αντισυμβαλλομένη των δύο πρώτων εναγόντων (δανειοληπτών), τράπεζα «……………», ουσιαστικά επέρριπτε τον κίνδυνο της αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στους δανειολήπτες, χωρίς, ωστόσο, κατά την κατάρτιση της σύμβασης αυτής, να τους ενημερώσει, ως υποχρεούτο, όπως αναλύεται παραπάνω, στην υπ΄ αριθμ. VI νομική σκέψη της παρούσας, και μάλιστα διά κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού, αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Τι προέβλεπαν τα ψιλά γράμματα των δανειακών συμβάσεων που εγκλώβιζαν τους ανυποψίαστους δανειολήπτες.
Ειδικότερα, στην (κατά τα λοιπά λεπτομερέστατη), επίδικη σύμβαση, δεν υπάρχει ρητή υπόμνηση, σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (ΠΔΤΕ 2501/2002 § Β αριθ. 2, περ. χ), ο οποίος αναλαμβάνεται από τους δανειολήπτες, όχι ρητώς και αμέσως, αλλά εμμέσως, διά της αναλαμβανόμενης απ’ αυτούς, υποχρεώσεως να καταβάλλουν τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, στο νόμισμα της χορήγησης.
Η εξέλιξη του σκεπτικού ακόμη και στις περιπτώσεις που κατά τεκμήριο θεωρούνταν ότι οι δανειολήπτες είναι υποψιασμένοι για τον συναλλαγματικό κίνδυνο.
Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή ακόμη και αν γίνει δεκτό, ότι αυτοί (δανειολήπτες), ενόψει και του μορφωτικού τους επιπέδου, ήταν σε θέση να αντιληφθούν και πράγματι αντιλήφθηκαν ότι αναλαμβάνουν αυτόν τον κίνδυνο, δεν αποδεικνύεται ότι αυτοί κατανόησαν τις συνέπειες που θα μπορούσε να προκαλέσει η εν λόγω υποχρέωση που ανέλαβαν, σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού φράγκου.
Που εντοπίζεται η υπαιτιότητα των τραπεζών αναφορικά με την ενημέρωση του συναλλγματικού κινδύνου.
Τούτο δε, εξ υπαιτιότητος της αντισυμβαλλομένης τους τράπεζας, η οποία,
α) παραβιάζοντας τις επιβαλλόμενες από την ΠΔΤΕ 2501/2002 υποχρεώσεις της, όπως αυτές αναλύθηκαν στην υπ’ αριθμ. VI νομική σκέψη, δεν τους παρείχε εξειδικευμένες πληροφορίες, ώστε να μπορέσουν να συγκρίνουν το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν, με ένα δάνειο λ.χ. σε ευρώ,
β) ούτε τους παρέθεσε συγκεκριμένα παραδείγματα, ώστε να δύνανται αντιληφθούν, εμπράκτως, την πορεία του δανείου τους, σε βάθος εικοσαετίας (ήτοι για χρονικό διάστημα ίσο με την – αρχική – διάρκεια του δανείου) και
γ) τον αντίκτυπο της αλλαγής της ισοτιμίας, ιδία, ως προς το ποσό του κεφαλαίου του δανείου τους,
δ) ούτε τους ενημέρωσε για το ότι τυχόν δυσμενής τοιαύτη εξέλιξη δύναται, όχι μόνο να εξανεμίσει τα οφέλη από την εφαρμογή χαμηλού επιτοκίου, αλλά να συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς, γι’ αυτούς, συνέπειες, οφειλόμενες στον πολλαπλασιασμό του επιστρεπτέου κεφαλαίου του δανείου.
Ποια προσδοκία καλλιεργήθηκε από την τράπεζα έναντι των δανειοληπτών και με ποιο επιχείρημα οδηγούσε τους δανειολήπτες στη λήψη απόφασης για δάνειο σε CHF.
Και ενώ αποδεικνύεται ότι η τράπεζα παρέλειψε να υπομνήσει ρητώς, τον κίνδυνο διακύμανσης της ισοτιμίας και να διαφωτίσει τους δύο πρώτους ενάγοντες, ως προς τις συνέπειες της διακύμανσης αυτής, (αποδεικνύεται ότι), αντίθετα, καλλιέργησε σε αυτούς την προσδοκία, για εξακολούθηση της σταθερότητας της διακύμανσης ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου, η οποία είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα χρόνια, υπερτονίζοντας, παράλληλα, το πλεονέκτημα της επιτοκιακής διαφοράς EURIBOR και LIBOR CHF, με αποτέλεσμα, οι δανειολήπτες – καταναλωτές, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής τους απόφασης, μολονότι διέθεταν τη μέση αντίληψη, δεν αντιλήφθηκαν τις συμβατικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής.
Οι προδιατυπωμένοι όροι των συμβάσεων και η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο.
Με τα παραπάνω δεδομένα, οι προαναφερόμενοι όροι της επίδικης δανειακής σύμβασης, που ήταν προδιατυπωμένοι από την εναγόμενη και περιλαμβανόταν στους γ.ο.σ., χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, μεταξύ των διαδίκων, με τους οποίους επιρρίφθηκε στους δανειολήπτες, ο συναλλαγματικός κίνδυνος, είναι αόριστοι και ασαφείς, ως εκ τούτου δε, καταχρηστικοί και άκυροι.
Ποιες υποχρεώσεις της τράπεζας παραβιάστηκαν για να πούμε ότι επήλθε η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο.
Συγκεκριμένα, με τους επίμαχους όρους παραβιάσθηκε από την τράπεζα,
α) η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γ.ο.σ., η οποία επιτάσσει όπως οι όροι είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν, ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε, όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011, ΔΕΕ 2012.356). Συγκεκριμένα, με τις ως άνω ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς,
α1) ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας,
α2) η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος, σε ξένο νόμισμα,
α3) καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες, σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή του δανείου, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, εν προκειμένω, οι δύο πρώτοι ενάγοντες, οι οποίοι, σημειωτέον, δεν διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις, αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους, οι παραπάνω όροι, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτυχών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλλουν, για την αποπληρωμή του δανείου τους, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ. ΔΕΚ, υπόθεση C-26/13/30-4-2014, σκέψεις 73-75).
Δεν μπορούσαν, επομένως, αυτοί να γνωρίζουν εκ των προτέρων, τις συμβατικές δεσμεύσεις, που ανέλαβαν. Και ναι μεν οι επίμαχοι όροι ήταν σαφώς διατυπωμένοι, από γραμματική άποψη, πλην, όμως, μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθμ. VI νομική σκέψη, προκειμένου να κριθούν ως έγκυροι, βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας τους, ως προς τις οικονομικές συνέπειές τους, οδηγούν και οδήγησαν, ουσιαστικά, στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών των καταναλωτών -πελατών, δύο πρώτων εναγόντων, αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής τους σχέσης με την τράπεζα.
β) Εξάλλου, όπως ήδη έχει σημειωθεί, ο όρος περί επίρριψης της συναλλαγματικής ισοτιμίας συνδέθηκε απόλυτα, στην επίδικη δανειακή σύμβαση, με τον έτερο όρο, περί εφαρμογής του χαμηλότερου – ιδιαίτερα ευνοϊκού για τους δανειολήπτες – επιτοκίου LIBOR CHF, αντίθετη δε παραδοχή, θα οδηγούσε σε υπέρμετρη (διπλή), ωφέλεια της μίας πλευράς (και δη εν προκειμένω των δανειοληπτών), αδικαιολόγητη, μάλιστα, σε σχέση με τα δάνεια σε ευρώ, για τα οποία εφαρμόζεται το αυξημένο επιτόκιο EURIBOR, όπως βάσιμα ισχυρίζεται και η εναγομένη στις προτάσεις της (σελ. 15, in fine).
Το συμπέρασμα μετά το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης, όπου η ακορότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο συμπαρασύρει ολόκληρη την σύμβαση και όχι μέρος αυτής.
Με το δεδομένο αυτό, κρίνεται ότι η ακυρότητα των εν λόγω όρων, συμπαρασύρει σε ακυρότητα ολόκληρη τη δικαιοπραξία, κατά τη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία, χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά, αντίθετα, απέβλεπαν σ’ αυτή, ως ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο.
Τούτο ενισχύεται και από το επιχείρημα ότι, οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες δεν θα μπορούσαν και δεν μπόρεσαν εν τέλει, να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις μιας δανειακής σύμβασης με τόσο μεγάλο κεφάλαιο, ή μη μόνον, με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς, ως προς το επιτόκιο, το οποίο (LIBOR CHF), συμφώνησε η εναγόμενη τράπεζα, σε αντιστάθμισμα του ότι τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ανέλαβαν οι δύο πρώτοι ενάγοντες – δανειολήπτες.
η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο και η ακυρότητα της σύμβασης που δεν παράγει πλέον έγκυρη οφειλή.
Δεδομένης της ακυρότητας της δανειακής σύμβασης, δεν απορρέει εξ αυτής, έγκυρη οφειλή και, αφού η εγγύηση έχει παρεπόμενο χαρακτήρα και προϋποθέτει έγκυρη οφειλή (ΑΚ 850), είναι εντεύθεν άκυρη, η από 07-06-2013 σύμβασης εγγύησης, με την οποία ο τρίτος ενάγων εγγυήθηκε έναντι της τράπεζας, την καταβολή της οφειλής των δύο πρώτων εναγόντων.
Το επιχείρημα της τράπεζας ότι οι δανειολήπτες αναγνώρισαν την οφειλής τους με την αδιάλλειπτη καταβολή των δόσεων καταρρέει.
Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά το δικαίωμα τους, να επικαλεσθούν την ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, διότι από τη σύναψη της (17-02-2006) μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής (16-01-2015), αυτοί κατέβαλαν κανονικά και αδιαμαρτύρητα τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις τους, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση, για τους όρους της σύμβασης ή το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του δανείου τους, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον τα πικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, περί αδιαμαρτύρητης καταβολής των τοκοχρεολυτικών δόσεων από τους ενάγοντες, δεν καθιστούν, άνευ ετέρου, μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος τους και συνακόλουθα καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος αυτού (πρβλ. και ΕφΑθ 1471/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η εξαφάνιση της υποχρέωσης καταβολής του υπολοίπου του δανείου υπό τη συγκεκριμένη ιστορική και νομική βάση
Το αίτημα των εναγόντων να αναγνωρισθεί ότι το ποσό των 352.770,62 ευρώ, το οποίο έλαβαν την 27η-02-2007 ως δάνεισμα, αποτελεί το μοναδικό ποσό κεφαλαίου που οφείλουν να επιστρέψουν στην εναγομένη, πρέπει να απορριφθεί αφού, δεδομένης της ακυρότητας της σύμβασης, δεν υφίσταται, σε κάθε περίπτωση, οφειλή τους εκ δανείου.
η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό, η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό, η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό,η ακυρότητα των δανείων σε ελβετικό