Εργαζόμεοι με stage – δικαστική απόφαση απορρίπτει αγωγή – αδύνατη μονιμοποίηση

Mέρος Δικαστικής απόφασης για stage – Απορρίπτει αγωγή

(…)

Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να
συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει δικαιοδοσία, αφού κατά τα
αναφερόμενα σ’ αυτήν η επίδικη διαφορά ανέκυψε από τις μεταξύ των
διαδίκων επικαλούμενες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού
δικαίου, οι οποίες διέπονται από τις ιδιωτικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ,
απορριπτόμενου ως μη νόμιμου του ισχυρισμού του δεύτερου εναγομένου περί ελλείψεως
δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς, γιατί
εξικνείται από την εφαρμογή διοικητικής πράξης, αφορούσα κοινοτικές ενισχύσεις,
υπαγόμενη ρητά κατ’ άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 1406/1983, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το
άρθρο 51 παρ. 1 του Ν. 3659/2008, και είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 αρ.
2, 16 αρ. 2, 42 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών
(άρθρα 663 επ, ΚΠολΔ), εντός της τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας του άρθρου 6 § 1 Ν.
3198/1955, ως προς τις αξιώσεις από την άκυρη καταγγελία των επίδικων σχέσεων εργασίας
(βλ. την υπ’ αριθμ. …………/28-07-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού
επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Νικολάου Ρουμάνα και την υπ’ αριθμ.
………../13-07-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, του Πρωτοδικείου Σύρου
……………….) και είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα απαραίτητα για τη
θεμελίωση της πραγματικά περιστατικά κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, απορριπτόμενου του περί του
αντιθέτου ισχυρισμού του δεύτερου εναγομένου.

Ομως η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη ως προς όλες τις κύριες και τις επικουρικές
της βάσεις, προεχόντως, καθόσον συμβάσεις, οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ, αφενός, του
πρώτου εναγόμενου νομικού προσώπου ως φορέα υλοποίησης
του δευτέρου εναγομένου Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ)ως υπεύθυνου
φορέα και των εναγουσών αφετέρου, είναι, όπως αναφέρεται στα ιδιωτικά συμφωνητικά που
αυτές έχουν υπογράψει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συμβάσεις απόκτησης
εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος STAGE, οι οποίες
καταρτίστηκαν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2639/1998, προκειμένου να
αποκτήσουν οι τελευταίες επαγγελματική κατάρτιση με θεωρητική και πρακτική ενημέρωση και
εξοικείωση με το εργασιακό περιβάλλον και την απασχόληση με το αντικείμενο της
συγκεκριμένης θέσης, και αποτελούν, ως εκ τούτου, γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, για τις
οποίες δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά τις οποίες εφαρμόζονται αναλογικά
οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και τον σκοπό
της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα
χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελίας της σύμβασης εργασίας,
την αποζημίωση απόλυσης κ.λ.π., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που
δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια
σύμβαση μαθητείας (ΑΠ 1592/2009, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α. Καρακατσάνη/Στ. Γαρδίκα, Ατομικό
Εργατικό Δίκαιο, 1995 ,σελ. 55-56 Ι. Ληξουριώτη Γνήσια Σύμβαση Μαθητείας ΕΕΔ, Τόμος
50ος, 1991, σελ. 628-632), και δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση συμβάσεις εξαρτημένης
εργασίας (ΑΠ 581/2089 ΝΟΜΟΣ).

Μη νόμιμη όμως τυγχάνει η αγωγή και για το λόγο αυτό απορριπτέα, καθόσον, και σύμφωνα
με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα πρόταση, και αληθών υποτιθεμένων των
πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική της βάσης, δηλαδή και αν ακόμα
ήθελε θεωρηθεί ότι το είδος της έννομης σχέσης που
συνδέει τις ενάγουσες είναι στην πραγματικότητα αυτός της σύμβασης
εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού, δικαίου με τους εναγομένους και όχι σύμβαση
μαθητείας, καθώς και ότι με τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους στην πραγματικότητα
κάλυπταν πάγιες και διαρκείς λειτουργίες διοικητικών υπηρεσιών του πρώτου εξ αυτών
(Δήμου ……..), οι εν λόγω συμβάσεις δε μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, καθόσον
έχουν συναφθεί μετά την ισχύ του π.δ. 164/2004 ήτοι την 4-12-2007), το οποίο κατά ρητή
επιταγή του δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μαθητείας
(άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α΄) και με το οποίο προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία
προς την ευρωπαϊκή Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου (που δεν αποτελεί πλέον άμεσα
εφαρμοζόμενο δίκαιο), προβλέπει δε στο άρθρο 11 συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την
μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μόνο αυτών των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας που
είχαν συναφθεί πριν την έναρξη της ισχύος του και ήταν ενεργές κατά το χρονικό αυτό
σημείο και όχι αυτών που έχουν καταρτιστεί μεταγενέστερα, όπως εν προκειμένω. Αντίθετα,
οι επίδικες συμβάσεις έχουν συναφθεί υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 του
Συντάγματος και του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 και σε καμία περίπτωση δε μπορούν να
θεωρηθούν, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ως συμβάσεις αορίστου
χρόνου ή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου, ακόμα και στην περίπτωση που
καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, διότι το πρώτο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., στο οποίο
προσέφεραν τις υπηρεσίες τους οι ενάγουσες, ως εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω
νόμου, δεν έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς
την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού, και
συγκεκριμένα, κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από το νόμο αξιοκρατικής
διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη διοικητική αρχή του
Α.Σ.Ε.Π..

Οποιαδήποτε δε προσπάθεια μονιμοποίησης των εργαζομένων με συμβάσεις εργασίας
ορισμένου χρόνου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ακόμα και αν
κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δήμου, προσκρούει στη ρητή απαγόρευση, τόσο του
άρθρου 21 παρ. 2 του ως άνω νόμου (Ν. 2190/1994), όσο και στο άρθρο 103 παρ. 8 του
Συντάγματος. Ούτε άλλωστε μπορεί να τύχει εφαρμογής η γενική διάταξη του άρθρου 671 ΑΚ,
αλλά και η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920, σύμφωνα με τις οποίες καθίσταται
δυνατή η μετατροπή μίας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, εάν ο
καθορισμός της διάρκειας της δε δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, άλλα ετέθη
σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης
διατάξεων του ιδίου νόμου (Ν. 2112/1920), αφού, όταν η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται
υποχρεωτικά από τον νόμο ως ορισμένης διάρκειας, όπως συμβαίνει στην προκειμένη
περίπτωση με το Ν.2190/1994, αυτή δεν συνιστά αδικαιολόγητο καθορισμό της διάρκειας της
συμβάσεως, ούτε καταστρατήγηση των διατάξεων του Ν. 2112/1920. Εξάλλου, ενόψει των
ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την
Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των
συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω κι αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς
ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2112/1920,
ούτε κατ’ επιταγή της ως άνω Οδηγίας έχει εφαρμογής μετά την έναρξη ισχύος του π.δ.
164/2004, σύμφωνα με τα διαληφθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Αλλωστε, λαμβανομένου
υπόψη και του γεγονότος ότι στην υπό κρίση περίπτωση τα προγράμματα απασχόλησης ανέργων
στους ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, στα οποία συμμετείχαν οι ενάγουσες αφορούσαν σε πανελλαδική
κλίμακα όλους τους παραπάνω φορείς απασχόλησης και όχι μόνο το πρώτο εναγόμενο και του
ότι η αρχική διάρκεια τους (18μηνο), παρατάθηκε για ακόμη ένα 12μηνο, όχι με
πρωτοβουλία των εναγομένων, άλλα στα πλαίσια υλοποίησης της υπ’ αριθμ.
17948/540/8-7-2009 Κ.Υ.Α. των υπουργών Οικονομίας – Οικονομικών και
Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, με την οποία ορίστηκε ότι προϋπόθεση
συνέχισης συμμετοχής στο πρόγραμμα (stage. OTA) από κάθε ασκούμενο είναι η
θετική αξιολόγηση του από τον προϊστάμενο του, δε μπορεί να γίνει λόγος για
διαδοχικές συμβάσεις εργασίας άλλα, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, για ανεξάρτητες
συμβάσεις μαθητείας στις οποίες οι ενάγουσες συμμετείχαν με βάση τους όρους συμμετοχής
και τις προϋποθέσεις που όριζαν οι Κ.Υ.Α. (31220/17-7-2007 και 17948/540/8-7-2009), που
εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 20 παρ. 15 του Ν. 2639/1998 για τη δυνατότητα
υλοποίησης από το δεύτερο των εναγομένων,
προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage OTA) και οι οποίες μετά
το πέρας των χρονικών ορίων των ως άνω προγραμμάτων απολύθηκαν.

Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις μετατροπής των
συμβάσεων σε αορίστου δεν μπορεί να γίνει αυτή, ούτε άλλωστε μπορούν, ως ανεξάρτητες
συμβάσεις μαθητείας και όχι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, να θεωρηθούν αυτές άκυρες,
κατ’ εφαρμογή του π.δ. 164/2004. Κατόπιν τούτων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη
νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου των εναγομένων πρέπει να επιβληθούν κατά ένα
μέρος σε βάρος των εναγουσών λόγω της ήττας τους, συμψηφισμένων, όμως, κατά το άλλο
μέρος μεταξύ των παρόντων διαδίκων, λόγω δυσχέρειας στην ερμηνεία των εφαρμοστέων
κανόνων δικαίου (άρθρα 176 και 179 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Πρέπει, τέλος, να
ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως από το πρώτο των
εναγομένων ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως (άρθρα 501,
502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply