Επιχειρησιακές συμβάσεις – Μεσολάβηση – Διαιτησία – Μερική απασχόληση
Είναι γεγονός πλέον. Οι επιχειρησιακές συμβάσεις εργσίας έχουν από το νόμο αυξημένη ισχύ, αφού πλέον μπορούν και υπερισχύουν από τις κλαδικές συμβάσεις όχι όμως την ΕΓΣΣΕ. Για να έχει ισχύ απαιτείται μία σειρά διατυπώσεων που ορίζονται στο νόμο και που η τήρησή τους είναι απαραίτητη για να λάβει τη μορφή της ειδικής επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας.
ειδικότερα:
Με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, οι αποδοχές και οι
συνθήκες εργασίας είναι δυνατόν να αποκλίνουν από αυτές της αντίστοιχης
κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας και όχι πάντως κατώτερα από το επίπεδο
της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η
επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία μπορεί να ανανεώνεται,
ονομάζεται “ειδική επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας”. Οι ειδικές
επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν από τις αντίστοιχες
κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, χωρίς περιορισμούς.
Με την ειδική επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας του προηγούμενου
εδαφίου δύνανται να ρυθμίζονται ο αριθμός των θέσεων εργασίας, όροι και
προϋποθέσεις μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας,
καθώς και κάθε άλλος όρος εφαρμογής της, περιλαμβανομένης της διάρκειας τους.
Τα μέρη υποβάλλουν από
κοινού αιτιολογική έκθεση των λόγων που δικαιολογούν την πρόθεση τους για
κατάρτιση ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας προς το Συμβούλιο Κοινωνικού
Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.Ε.), το οποίο και γνωμοδοτεί για τη
σκοπιμότητα της κατάρτισης της, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20)
ημερών μετά την πάροδο της οποίας τεκμαίρεται η χορήγηση της
Για τη διαιτησία και τη μεσολάβηση ο νομοθέτης φέρνει για μία ακόμη φορά ανατροπές.
Ειδικότερα ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ,
Οι όροι της προσφυγής στη μεσολάβηση και διαιτησία και η όλη διαδικασία
καθορίζονται με τη συνομολόγηση σχετικών ρητρών στις συλλογικές συμβάσεις ή
σε περίπτωση που δεν συνομολογήθηκαν τέτοιες ρήτρες, με κοινή συμφωνία των
μερών που διαπραγματεύονται. Αν λείπουν παρόμοιες συμφωνίες, εφαρμόζονται οι
διατάξεις του νόμου.
Η διαδικασία της μεσολάβησης αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από
τα ενδιαφερόμενα μέρη, που υποβάλλεται από κοινού ή χωριστά. Η αίτηση, στη
δεύτερη περίπτωση, κοινοποιείται και στο άλλο μέρος. Στην αίτηση αναφέρονται
η πρόσκληση που απευθύνει το ένα μέρος προς το άλλο, τα στοιχεία των μερών
και των οριζόμενων εκπροσώπων τους, οι προτάσεις ή τα αιτήματα, οι λόγοι που
τα δικαιολογούν, οι τυχόν εναλλακτικές προτάσεις και αντιπροτάσεις και
οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις.
Αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία μέσα σε προθεσμία είκοσι (20)
εργάσιμων ημερών από την επομένη της ημέρας ανάληψης των καθηκόντων του
μεσολαβητή, ο μεσολαβητής έχει δικαίωμα να υποβάλλει σε αυτά δική του
πρόταση.
Αν τα μέρη δεν γνωστοποιήσουν εγγράφως την αποδοχή της πρότασης του
μεσολαβητή μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση της,
θεωρείται ότι την απέρριψαν. Η αποδοχή ή η απόρριψη της πρότασης
κοινοποιείται και στο άλλο μέρος. Η πρόταση του μεσολαβητή είναι δυνατόν να
δημοσιεύεται από αυτόν στον ημερήσιο ή /και στον περιοδικό τύπο.
Εφόσον η πρόταση γίνεται δεκτή ο μεσολαβητής καλεί τα μέρη για την
υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Για τη ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ που ήταν η κόκκινη γραμμή των εργαζομένων και των συνδικαλιστών
έχουν γίνει οι εξής τροποποιήσεις
ειδικότερα,
Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς :
α) από οποιοδήποτε μέρος, εφόσον το άλλο μέρος αρνήθηκε τη μεσολάβηση, ή
β) από οποιοδήποτε μέρος μετά τη υποβολή της πρότασης μεσολάβησης, εφόσον
και τα δύο μέρη προσήλθαν και συμμετείχαν στη διαδικασία μεσολάβησης.
Η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στον καθορισμό βασικού ημερομισθίου
ή/και βασικού μισθού. Για τα λοιπά θέματα μπορεί να συνεχιστεί οποτεδήποτε η
συλλογική διαπραγμάτευση προκειμένου να συναφθεί συλλογική σύμβαση εργασίας.
Η διαιτητική απόφαση εκδίδεται σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την
ανάληψη των καθηκόντων του Διαιτητή ή της Επιτροπής Διαιτησίας, αν προηγήθηκε
μεσολάβηση, και σε διάστημα τριάντα (30) εργάσιμων ημερών, αν δεν προηγήθηκε.
Στις περιπτώσεις προσφυγής στη διαιτησία αναστέλλεται η άσκηση του
δικαιώματος της απεργίας για διάστημα δέκα (10) ημερών από την ημέρα
προσφυγής.
Οι διαφορές για το κύρος των διαιτητικών αποφάσεων υπάγονται στην
αποκλειστική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 16
στοιχείο 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και εκδικάζονται κατά τη
διαδικασία των άρθρων 663 του ίδιου Κώδικα. Η σχετική αγωγή εγείρεται από τα
συμμετέχοντα στη συλλογική διαφορά μέρη ή δε εκδοθησομένη απόφαση ισχύει για
όλα τα δεσμευόμενα από τη διαιτητική απόφαση μέρη
Μερική Απασχόληση
Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής
απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζομένου
και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης
Αν περιοριστούν οι δραστηριότητες του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας
της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην
επιχείρηση του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους
εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί
σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων,
σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 260/ 2006 και του ν. 1767/1988.
Η διάρκεια της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη, στην
οποία περιλαμβάνονται και οι ενδεχόμενες ανανεώσεις που γίνονται εγγράφως,
δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τους τριάντα έξι (36) μήνες. Σε
περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων, που τίθενται από την παρούσα
παράγραφο, επέρχεται μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης σε σύμβαση αορίστου
χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη
Η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση
δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος
της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς
αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη.
Σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των
δώδεκα (12) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγούμενης έγγραφης
προειδοποίησης του εργοδότη ως εξής:
α) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα (12) μήνες έως δύο (2)
χρόνια, προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση