Δικαίωση για τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με σύμβαση ορισμένου χρόνου, αναφορικά με το επίδομα των 176 ευρώ
Δικαίωση από τον Άρειο Πάγο των αναπληρωτών καθηγητών για την καταβολή του επιδόματος των 176 ευρώ.
Οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι τελικώς και δικαιώθηκαν για την μη καταβολή του επιδόματος των 176 ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο , είναι υπάλληλοι του Ελληνικού Δημοσίου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, υπαγόμενοι στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 2470/1997 και γενικά του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, και εργάσθηκαν, προσληφθέντες απ’ αυτό, ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί.
Απόσπασμα απόφασης
ότι η παροχή του αρθ. 14 ν.
3016/2002 χορηγήθηκε με πληθώρα υπουργικών αποφάσεων και σε σύντομο χρονικό διάστημα σε
ευρείες και ετερόκλητες κατηγορίες μισθωτών του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, με σχέση
εργασίας δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του
προσωπικού της δημόσιας διοίκησης του ν. 2470/1997, αλλά και στο νυν ισχύον, ανεξάρτητα
από τον φορέα, την φύση, το είδος και τις συνθήκες εργασίας τους, ότι η χορήγηση της
παροχής αυτής με γενικότητα σε ευρύτατο κύκλο απασχολουμένων στο Δημόσιο και σε ΝΠΔΔ και
ανεξάρτητα από την οργανική ή υπηρεσιακή τους κατάσταση αποτελεί στην πραγματικότητα μία
γενική αύξηση που αποβλέπει στην βελτίωση της μισθολογικής κατάστασης των υπαλλήλων
αυτών, ότι εφόσον εξέλιπε τελικά ο αρχικός δικαιολογητικός λόγος χορήγησής της, δηλ. η
ενίσχυση χαμηλόμισθων υπαλλήλων, και η καταβολή της μετατράπηκε σε γενικό κανόνα που
προσαυξάνει τον καταβαλλόμενο μισθό, η κατ’ εξαίρεση μη χορήγηση της μισθολογικής αυτής
παροχής σε ορισμένες μόνο κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις
χορήγησης της (υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 2470/1997 και του επακολουθήσαντος ν.
3205/2003) συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των υπαλλήλων των λοιπών
κατηγοριών στους οποίους χορηγείται και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της κατ’ αρθ. 4 § 1
του Συντάγματος αρχής της ισότητας, προς αποκατάσταση της οποίας η επίδικη παροχή πρέπει
να καταβληθεί και στους ενάγοντες, ότι το καταβαλλόμενο στους ενάγοντες επίδομα
εξωδιδακτικής απασχόλησης, σύμφωνα με το αρθ. 8 ν. 2470/1997 και ήδη το αρθ. 8 ν.
3205/2003, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το είδος και τις συνθήκες της παρεχομένης από
τους εκπαιδευτικούς εργασίας (διδασκαλία και προετοιμασία αυτής), ενώ η επίδικη παροχή
αποτελεί γενική προσαύξηση μισθού όλων των υπαλλήλων, χαμηλόμισθων ή μη, και ότι κατά
συνέπεια οι παροχές αυτές (ως άνω επίδομα και ειδική μηνιαία παροχή) είναι ανεπίδεκτες
αλληλοκάλυψης και συμψηφισμού κατά την ειδική έννοια του αρθ. 14 ν. 3016/2002, με βάση
δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά έκρινε, επικυρώνοντας κατά τούτο την απόφαση του
πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απορρίπτοντας τους σχετικούς λόγους της έφεσης του
εναγομένου Ελλ. Δημοσίου, ότι οι ενάγοντες δικαιούνται την ειδική αυτή παροχή για τα έτη
2005 και 2006, ανερχομένη στα εκεί καθοριζόμενα ποσά, τα οποία και αναγνώρισε, ύστερ’
από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ότι το αναιρεσείον εναγόμενο οφείλει να καταβάλει
στους αναιρεσίβλητους ενάγοντες. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και
εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και επομένως, πρέπει ν’ απορριφθούν ως
αβάσιμοι και οι τέσσερεις λόγοι αναίρεσης, όλοι από το αρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ. και η
κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα
των αναιρεσιβλήτων