ΣτΕ:Μη ληξιπρόθεσμες οφειλές στο δημόσιο από ιδιώτες και αυτεπάγγελτος συμψηφισμός οφειλών του δημοσίου – ΚΕΔΕ – Συνταγματικότητα νόμου (άρθρο 67§5 ν. 3842/2010 και 11 ν. 3943/2011)
αυτεπάγγελτος συμψηφισμός
Συνταγματική έκρινε το ΣτΕ τη διάταξη με βάση την οποία οι Εφορίες προέβαιναν σε αυτεπάγγελτο συμψηφισμό των χρεών των ιδιωτών προς το δημόσιο με αυτά (τα χρέη) τα οποία το δημόσιο όφειλε στους ιδιώτες. Μάλισα, αρκεί να υπήρξε χρέος χωρίς αυτό να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και χωρίς καν να υπολογίζεται εάν αυτό (το χρέος) τελούσε σε δικαστική αναστολή.
Μέρος της απόφασης
Για το συμψηφισμό αρκεί οι εκατέρωθεν απαιτήσεις να είναι βέβαιες και εκκαθαρισμένες, δηλαδή να
μην υπόκεινται σε αμφισβήτηση, και να είναι προσδιορισμένες κατά το ποσό και την αιτία τους, να
αποδεικνύονται δε με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή δημόσια έγγραφα. (Πρβλ. ΣτΕ 1877/2009
7μ., 2244/2009, 2006/2001, 2864/1996, 1555/1996, 3144/1994, 3490-1/1992, 3169/1992 7μ.,
3328-9/1991.) Δεδομένου δε ότι, κατά τις πάγιες διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 441), τα
αποτελέσματα του συμψηφισμού επέρχονται στο χρόνο συναντήσεως των αμοιβαίων απαιτήσεων,
επιτρέπεται η επιβολή του και σε σχέση με τις μη ληξιπρόθεσμες δόσεις βεβαιωμένων ήδη χρεών
που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση και συνιστούν εξ ορισμού βέβαιες και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις
του Δημοσίου, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα συνυπολογιστούν, κατά το συμψηφισμό, οι
εκπτώσεις που τυχόν δικαιούται ο εκάστοτε οφειλέτης από την πρόωρη εξόφληση του συνόλου
της οφειλής του (πρβλ. ΣτΕ 137/1993 7μ.). Η δυνατότητα αυτεπάγγελτου συμψηφισμού και επί μη
ληξιπρόθεσμων οφειλών ή μη ληξιπρόθεσμων δόσεων ρυθμισμένων οφειλών, στοιχούσα και προς
γενική αρχή για την απόσβεση των ενοχών (βλ. άρθρο 445 ΑΚ), δεν ανατρέπει την εμπιστοσύνη
που επέδειξαν οι οφειλέτες του Δημοσίου στη χαριστική προθεσμία που τους χορηγήθηκε για την
εξόφληση των οφειλών τους μέσω της τμηματικής καταβολής, διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο
αυτεπάγγελτος συμψηφισμός δεν απαιτεί την καταβολή χρέους, αλλά μόνο το συνυπολογισμό
βέβαιων και εκκαθαρισμένων απαιτήσεων. Επομένως, το άρθρο 83 του ΚΕΔΕ, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ν. 3943/2011, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κατά τη γνώμη,
όμως, των Συμβούλων Μ. Καραμανώφ και Β. Αραβαντινού και της Παρέδρου, Φρ. Γιαννακού, η
εξουσία του Δημοσίου να επιβάλλει αυτεπαγγέλτως το συμψηφισμό επί μη ληξιπρόθεσμων χρεών,
ειδικότερα δε, επί μη ληξιπρόθεσμων δόσεων οφειλών που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση, προσκρούει
στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την οικονομική ελευθερία και το δικαίωμα
του κάθε πολίτη να προγραμματίζει την οικονομική δραστηριότητα δείχνοντας εμπιστοσύνη στις
αποφάσεις που λαμβάνει κάθε φορά η Διοίκηση και τον αφορούν, οι οποίες δεν δύνανται να
ανατρέπονται μονομερώς από τη Διοίκηση, λόγω μεταβολής του τρόπου δράσης της.
Επειδή, ενόψει της ως άνω ρητώς προβλεπόμενης δυνατότητας αυτεπάγγελτου συμψηφισμού
και μη ληξιπρόθεσμων, κατά την έννοια του ΚΕΔΕ, χρεών, δεν είναι υποχρεωτική, για την
εφαρμογή του κανόνα του άρ. 83 του ΚΕΔΕ, η προηγούμενη έκδοση υπουργικής απόφασης για τον
καθορισμό των προϋποθέσεων και της διαδικασίας εξαίρεσης από τον αυτεπάγγελτο συμψηφισμό
χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη με βεβαιωμένα αλλά μη ληξιπρόθεσμα χρέη του προς το
Δημόσιο. Η
υπουργική αυτή απόφαση, η πρόβλεψη, μάλιστα, έκδοσης της οποίας επιβεβαιώνει τον κανόνα της
δυνατότητας αυτεπάγγελτου συμψηφισμού και μη ληξιπρόθεσμων χρεών, θα έχει ως συνέπεια,
όταν εκδοθεί, να εξαιρούνται, τότε μόνον, από τον αυτεπάγγελτο συμψηφισμό όσες κατηγορίες
βεβαιωμένων αλλά μη ληξιπρόθεσμων χρεών περιληφθούν σ’ αυτήν.
Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, προϋπόθεση του αυτεπάγγελτου συμψηφισμού είναι η ύπαρξη
εκατέρωθεν απαιτήσεων βεβαιωμένων και εκκαθαρισμένων κατά ποσό, δηλαδή, απαιτήσεων για
τις οποίες δεν υπάρχει εκκρεμής δικαστική αμφισβήτηση. Ως δικαστική δε αμφισβήτηση πρέπει εν
προκειμένω να νοηθεί αυτή που κατά το νόμο
επιδρά στην εγκυρότητα του νόμιμου τίτλου καθιστώντας αυτόν αδρανή.
Υπό την έννοια αυτή, απόφαση της Επιτροπής Αναστολών που διατάσσει, για λόγους πρόδηλης
βασιμότητας του κύριου ένδικου βοηθήματος, την αναστολή καταλογιστικής πράξης ή ταμειακής
βεβαίωσης στο σύνολο της, εμποδίζοντας την είσπραξη της οφειλής, κωλύει τη διενέργεια
συμψηφισμού εκ μέρους του Δημοσίου και τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, τα αποτελέσματα
της προσωρινής απόφασης εξομοιώνονται με εκείνα της οριστικής δικαστικής προστασίας και
εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο τόσο του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και του
άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (βλ. Υποθ. 17056/06, Micallef κατά Μάλτας, Αποφ. της 15.10.2009, σκ. 74-86,
Υποθ. 38532/02, Udorovic κατά Ιταλίας, Αποφ. της 18.5.2010, σκ. 36, Υποθ. 50084/06, RTBF κατά
Βελγίου, Αποφ. της 29.3.2011, σκ.64.) Αντίθετα, ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός δεν κωλύεται από
τη δικαστική αναστολή καταβολής χρεών ή λήψης άλλων μέτρων εκτέλεσης των νόμιμων τίτλων
για λόγους που δεν ανάγονται στην ύπαρξη της οφειλής (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3438/1998). Στην
περίπτωση αυτή, η άσκηση, από τον οφειλέτη του Δημοσίου, του δικαιώματος στην προσωρινή
δικαστική προστασία και η χορήγηση, από τον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό, αναστολής
εκτελέσεως, η οποία, άλλωστε, αφορά την εκτέλεση και όχι την ισχύ της καταλογιστικής πράξεως ή
της πράξεως αναγκαστικής εκτελέσεως, δεν επηρεάζει την κατ’ ουσία ύπαρξη της υποχρέωσης του
προς το Δημόσιο, αλλά αποσκοπεί στην εξασφάλιση του από τη λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον
του που επιφέρουν ανεπανόρθωτη βλάβη στη διαβίωση του ή την οικονομική του υπόσταση. Ο
συμψηφισμός, όμως, δεν έχει, από τη φύση του, τέτοιες συνέπειες, γι’ αυτό και εν προκειμένω
επιτρέπεται. Δεν περιλαμβάνεται δε στο εννοιολογικό περιεχόμενο της τυχόν χορηγούμενης
αναστολής εκτελέσεως η επέκταση των αποτελεσμάτων της και σε έννομες συνέπειες διαφορετικές
από εκείνες, προς αποτροπή των οποίων χορηγήθηκε. (Βλ. τις νέες ρυθμίσεις των παρ. 1 και 2 του
άρθρου 202 του ΚΔΔ, μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού από το άρθρο 34 του ν.
3900/2010, για τις φορολογικές διαφορές και τις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο, όπως
ερμηνεύτηκαν με τη ΣτΕ Ολομ. ΕΑ 496/2011). Ενόψει των ανωτέρω, το άρθρο 67 παρ. 5 του ν.
3842/2010, με την προεκτεθείσα ερμηνεία του, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κατά τη γνώμη,
όμως, των Συμβούλων Μ. Καραμανώφ και Β. Αραβαντινού, καθώς και της Παρέδρου Φρ.
Γιαννακού, το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει και την προσωρινή δικαστική
προστασία, σε συνδυασμό με το άρθρο 26 του Συντάγματος που καθιερώνει τη διάκριση, το
κύρος και τον αμοιβαίο σεβασμό των κρατικών λειτουργιών, επιτάσσουν την πλήρη συμμόρφωση
της Διοίκησης προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα των αποφάσεων που εκδίδονται επί αιτήσεων
αναστολών, μέχρι την οριστική κρίση της υπόθεσης από το αρμόδιο δικαστήριο. Το ανασταλτικό
αποτέλεσμα των αποφάσεων με τις οποίες παρέχεται προσωρινή δικαστική προστασία,
ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών των αποφάσεων και των διατασσόμενων με αυτές
μέτρων, συνίσταται στην παρεμπόδιση της πραγμάτωσης, με τα μέσα του διοικητικού
καταναγκασμού, του περιεχομένου της προσβαλλόμενης με το κύριο ένδικο βοήθημα πράξης.
Εφόσον δε ο συμψηφισμός επιφέρει αμοιβαία απόσβεση των απαιτήσεων των μερών, όταν
ενεργείται αυτεπαγγέλτως από τη Διοίκηση, επί χρεών που τελούν σε δικαστική αναστολή για
οποιονδήποτε λόγο, ματαιώνει το σκοπό για τον οποίο παρέχεται το κύριο ένδικο βοήθημα και
εξουδετερώνει τη δυνατότητα παροχής οριστικής δικαστικής προστασίας στον ασκήσαντα το
κύριο ένδικο βοήθημα ή μέσο. Κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, στην περίπτωση αυτή
συντρέχει περίπτωση παραβίασης των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος.