απόφαση βόμβα αρείου πάγου για την προστασία των καταναλωτών σε επιχειρηματικά δάνεια. Προστατεύει δανειολήπτη και απορρίπτει αναίρεση
απόφαση βόμβα αρείου πάγου για την προστασία των καταναλωτών σε επιχειρηματικά δάνεια
Με μία απόφαση βόμβα του Αρείου πάγου που περίμεναν χιλιάδες δανειολήπτες και κυρίως επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες που είχαν πάρει επιχειρηματικά δάνεια, το ανώτατο ακυρωτικό αναθεωρεί τη προγενέστερη άποψη πολλών κατώτερων δικαστηρίων ότι τα επιχειρηματικά δάνεια εξαιτίας της αιτίας λήψης τους δεν μπορούσαν να ενταχθούν στις προστατευτικές διατάξεις περί προστασίας καταναλωτών, με αποτέλεσμα όσοι είχαν επιχειρηματικά δάνεια, μολονότι οι συμβάσεις τους ήταν προδιατυπωμένες και περιείχαν όρους άκυρους και καταχρηστικούς, δεν μπορούσαν να δικαιωθούν δικαστικά με αγωγές η ανακοπές εναντίον των τραπεζών.
Επίσης δεν τύγχαναν προστασίας όσοι εγγυώνταν για λογαριασμό τρίτων επιχειρηματιών δάνεια τέτοιου είδους αν και δεν ήταν επιχειρηματίες ή ελεύθεροι επαγγελματίες ή ενεργοί έστω και ατύπως ή κρυφώς επιχειρηματικά. Στην καθημερινή πρακτική των τραπεζών με τις προδιατυπωμένες συμβάσεις με τους όρους με τα “ψιλά” γράμματα, οι τράπεζες υποχρέωναν τους υποψήφιους δανειολήπτες επιχειρηματίες να “υποδεικνύουν” εγγυητές των συμβάσεων αυτών μέλη της οικογένειας που δεν σχετίζονταν με καμία δραστηριότητα, αλλά ίσως είχαν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία στό όνομά τους.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εγγυητών που η κύρια ασχολία τους ήταν οικιακά ή ήταν άνεργοι ή ιδιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι και εγγυώνταν δάνεια επιχειρηματικά των συζύγων ή αδελφών ή στενών συγγενικών προσώπων.
Το ιστορικό της υποθέσεως
Η αναιρεσίβλητη, στην από 8- 5-2006 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ιστορούσε
ότι αυτή, "ούσα οικοκυρά", εγγυήθηκε, παραιτούμενη της ένστασης δίζησης και κάθε άλλης ένστασης, την
εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων του πιστούχου υιού της, Ν. Κ., από την υπ` αριθ. .../9-1-1991
αρχική σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των αυξητικών αυτής
συμβάσεων, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτού και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την
επωνυμία "Τράπεζα .....", καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η αναιρεσείουσα, συνολικού
ύψους 100.000.000 δραχμών, προς εξυπηρέτηση της εμπορικής του δραστηριότητας και
συγκεκριμένα για τη βελτίωση και εκσυγχρονισμό της μονάδας επεξεργασίας ορειχάλκου που
διατηρεί στο ..., και ότι η αναιρεσείουσα, χωρίς λόγο, την 1-7-2003, κατήγγειλε τη σύμβαση,
έκλεισε τους τηρούμενους λογαριασμούς και εξέδωσε σε βάρος αυτής την υπ` αριθ. 889/2003
διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ποσού 139.744,03€,
πλέον τόκων και εξόδων. Ζητούσε δε την ακύρωση της επισπευδόμενης σε βάρος της
αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της εκ της διαταγής πληρωμής απαίτησης,
προβάλλοντας, με την επίκληση της ιδιότητας του δανειολήπτη υιού της, υπέρ του οποίου
εγγυήθηκε ως καταναλωτή, ότι η άνω απαίτηση δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, διότι ο
υπ` αριθ.5 προδιατυπωμένος όρος της σύμβασης πίστωσης, που έδινε το δικαίωμα στην
αναιρεσείουσα να καταγγέλλει και να κλείνει οριστικά, χωρίς ειδικό και σπουδαίο λόγο και κατά την
ιδίαν αυτής κρίση, την χορηγηθείσα πίστωση είναι άκυρος, ως καταχρηστικός, καθόσον αντίκειται
στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ε του ν. 2251/1994 "προστασία των καταναλωτών". Το Μονομελές
Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ` αριθ. 4418/2007 απόφασή του, έκανε δεκτό τον λόγο της
ανακοπής. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα τράπεζα άσκησε έφεση ενώπιον του
Εφετείου Πειραιώς, το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την υπ` αριθ. 775/2009
απόφασή του και απέρριψε την έφεση. Στη συνέχεια η αναιρεσείουσα άσκησε την από 15-12-2009
αίτηση για αναίρεση της τελευταίας απόφασης, αιτιώμενη με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο
λόγους αυτής, ότι η αναιρεσίβλητη εγγυήτρια δεν έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, διότι δεν είναι
ο τελικός αποδέκτης των προσφερομένων από αυτήν υπηρεσιών και διότι δεν εγγυήθηκε υπέρ
καταναλωτή, αλλά υπέρ προσώπου το οποίο ενεργούσε στο πλαίσιο της επαγγελματικής και
επιχειρηματικής του δραστηριότητας και γι` αυτό δεν έχουν ως προς αυτήν εφαρμογή οι διατάξεις
του ν. 2251/1994. Το Α2` Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με την υπ` αριθ. 1332/2012 απόφασή
του δέχθηκε ότι οι άνω λόγοι άπτονται ζητημάτων, που είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, γιατί
αφορούν όχι μόνο την παρούσα υπόθεση αλλά και ικανό αριθμό δανειοληπτών και εγγυηθέντων
υπέρ αυτών τρίτων προσώπων. Συγκεκριμένα δέχθηκε ότι με αυτούς τίθενται τα ζητήματα: Α) αν
η ιδιότητα του συμβληθέντος ως καταναλωτή κρίνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.4
ν. 2251/1994, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο χρήσης (επίκλησης) του καταχρηστικού ΓΟΣ ή όπως
ισχύαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 533
παρ.2 ΚΠολΔ) και Β) αν με βάση τις διατάξεις που θα κριθούν εφαρμοστέες κατά τα ανωτέρω: α) οι
δανειολήπτες, οι οποίοι συνεβλήθησαν με σκοπό την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή
επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων έχουν την ιδιότητα των καταναλωτών και β) τα πρόσωπα
που εγγυήθηκαν και ιδίως τα πρόσωπα που εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες (παραιτηθέντες των
οικείων ενστάσεων) υπέρ τέτοιων δανειοληπτών, όταν τα ίδια δεν ενεργούν στο πλαίσιο
επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, έχουν αυτή την ιδιότητα.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2251/1994 "προστασία καταναλωτών", όπως ίσχυε πριν
την αντικατάστασή του με το ν. 3587/2007, Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), είναι οι όροι που
έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων.
Περαιτέρω, στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου το μεν διατυπώνεται η γενική ρήτρα
απαγόρευσης της συνομολόγησης καταχρηστικών ΓΟΣ, το δε παρατίθεται ένας ενδεικτικός
κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν εξειδίκευση του βασικού
κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός
δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, οι άνω διατάξεις
ενσωματώνουν κατ` ανάγκην και το πνεύμα του άρθρου 19 ΕισΝΑΚ, που ορίζει ότι η διάταξη του
άρθρου 281 ΑΚ εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του ΑΚ.
Με βάση την συναγόμενη από τη διάταξη αυτή γενική αρχή διαχρονικού δικαίου, προκύπτει, ότι η
καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, επί ατομικών διαφορών, κρίνεται σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, όχι
κατά το χρόνο της αρχικής διατύπωσης του ή της κατάρτισης της συγκεκριμένης σύμβασης, αλλά
κατά το χρόνο που, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, ανακύπτει το πρόβλημα, το οποίο οδηγεί στη
χρήση (επίκληση) αυτού από τον προμηθευτή (Ολ ΑΠ 15/2007). Κατά λογική αναγκαιότητα, και
προς το σκοπό ομοιόμορφης νομικής μεταχείρισης ομοίων πραγμάτων, η ιδιότητα του
καταναλωτή πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση
(επίκληση) του καταχρηστικού ΓΟΣ από τον προμηθευτή. Επομένως, στη συγκεκριμένη
περίπτωση, που η χρήση του προσβαλλόμενου ως καταχρηστικού ΓΟΣ έγινε, όπως προκύπτει από
την παραδεκτή επισκόπηση της ανακοπής, αλλά και της προσβαλλόμενης απόφασης, από την
πιστώτρια τράπεζα την 1-7-2003, αφού με την επίκληση αυτού κατήγγειλε τη σύμβαση πίστωσης
και έκλεισε τους τηρούμενους γι` αυτή λογαριασμούς, η καταχρηστικότητα τούτου θα κριθεί με
βάση το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο, που έγινε η χρήση του κατά τα άνω, δηλαδή με βάση τις
διατάξεις του ν. 2251/1994, όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το ν. 3587/2007.
Συνακόλουθα τούτων και η ιδιότητα του συμβληθέντος σ` αυτή ως καταναλωτή θα κριθεί με τις
ίδιες ως άνω διατάξεις, όπως προαναφέρθηκε στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη. Σύμφωνα
με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του ν. 2251/1994 "προστασία καταναλωτών", όπως ίσχυε πριν την
αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή
νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην
αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό
αποδέκτη τους. Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των
προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο
αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, σε εφαρμογή της
οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ` αριθ. 1961/1991 νόμος.
Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β` της Οδηγίας "καταναλωτής είναι κάθε φυσικό
πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι
οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες", ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη
διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991 "καταναλωτής είναι κάθε
νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση
κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών".
Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι
άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις
υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών,
αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων. (ΑΠ 1738/2009,
ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που
αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να
το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που
χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του
καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση
του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού,
διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ`
αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών,
απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την
παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι "Τα κράτη μέλη μπορούν να
θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις
σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή",
επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν
απαγορεύει σ` αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ
προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Ετσι, από
το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην
παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας
ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη
οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής
έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις
προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς
επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του,
ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η
επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από
την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του ν. 2251/1994
δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του
νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η
χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι
αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την
εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και
όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση
επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο
πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι
υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση
τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και
αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την
εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη
συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής
ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται
ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας,
διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και
οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του
σύμβασης. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του ν. 2251/1994 με το ν. 3587/2007 δεν
υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και
ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του
παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ` άρθρο 847 ΑΚ,
πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης-δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού
δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας
του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση
δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου
και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον
πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο
1 παρ. 4 περ. ββ του ίδιου παραπάνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν.
3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητά στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό
πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή
επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ενόψει των εκτεθέντων: Α) Ο δανειολήπτης επαγγελματικού
ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας
και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του ν. 2251/1994. Β) Ο
εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης
(παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή
επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του
παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα
ακόλουθα: "Δυνάμει της υπ` αριθμ. .../9-1-1991 συμβάσεως πιστώσεως δι` ανοικτού (αλληλόχρεου)
λογαριασμού και των ταυτάριθμων από 9-1-1991, 31-1-1991, 11-5-1995, 6-2-1997 και 25-6-1998
πρόσθετων (αυξητικών) πράξεων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής, καταρτίσθηκαν δε
μεταξύ της "Τράπεζας .....", της οποίας καθολική διάδοχος είναι η καθ` ης η ανακοπή "Τράπεζα
........" και του Ν. Κ. (υιού της ανακόπτουσας Α. συζύγου Χ. Κ., το γένος Ι. Π.), χορηγήθηκε στον
τελευταίο πίστωση μέχρι του ποσού των 100.000.000 δραχμών, ως ίσχυε τότε στην Ελλάδα το
εθνικό νόμισμα. Την πίστωση αυτή έλαβε ο εν λόγω δανειολήπτης στα πλαίσια της προσπάθειάς
του να βελτιώσει και να εκσυγχρονίσει τη μονάδα επεξεργασίας ορειχάλκου που διατηρούσε στο ...
. Η ανακόπτουσα μητέρα του συμβλήθηκε εγγράφως ως δική του εγγυήτρια τόσο στην κύρια
σύμβαση όσο και στις πρόσθετες πράξεις αυτής, ευθυνόμενη εις ολόκληρο με τον πιστούχο ως
αυτοφειλέτης για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική (κατά κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες και
λοιπά έξοδα) εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου που θα προέκυπτε κατά το κλείσιμο του
τηρούμενου προς εξυπηρέτηση της εν λόγω πιστώσεως αλληλόχρεου λογαριασμού,
αναλαμβάνοντας έτσι την ευθύνη έναντι της τράπεζας ότι θα καταβληθεί το χρέος του
πρωτοφειλέτη σε όποια έκταση αυτό βρίσκεται κάθε φορά. Ο υιός της ανακόπτουσας έλαβε το
παραπάνω δάνειο, όπως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω προς εξυπηρέτηση της εμπορικής του
δραστηριότητας. Η μητέρα του όμως συμβλήθηκε ως εγγυήτρια όχι στα πλαίσια ασκήσεως κάποιας
εμπορικής δραστηριότητας αλλά υπό την ατομική της ιδιότητα ως οικοκυράς, χωρίς να εξυπηρετεί
καθ` οιονδήποτε τρόπο δικά της οικονομικά συμφέροντα. Έτσι λοιπόν ... η ανακόπτουσα υπάγεται
εν προκειμένω ως εγγυήτρια στην προστατευτική λειτουργία που επιτελεί για τους καταναλωτές
(τελικούς αποδέκτες προϊόντος ή υπηρεσίας) ο ν. 2251/1994 ...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το
Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου
δικαστηρίου, που είχε κάνει δεκτή την ανακοπή της αναιρεσίβλητης και είχε ακυρώσει τις
προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και συγκεκριμένα την έκθεση κατάσχεσης και
την επαναληπτική περίληψή της, δεχόμενο ειδικότερα ότι η αναιρεσίβλητη εγγυήθηκε, όχι στο
πλαίσιο άσκησης κάποιας επαγγελματικής της δραστηριότητας, αλλά υπό την ιδιότητά της ως
οικοκυράς, υπέρ του δανειολήπτη υιού της, που συμβλήθηκε μετά της αναιρεσείουσας τράπεζας
για παροχή πίστωσης με σκοπό την εξυπηρέτηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ο
οποίος, κατά τα εκτεθέντα, ως τελικός αποδέκτης της άνω τραπεζικής υπηρεσίας της παροχής
πίστωσης έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, υπαγόμενος στην προστατευτική λειτουργία του ν.
2251/1994 και ότι συνακόλουθα τούτων στην προστασία αυτού υπάγεται και η αναιρεσίβλητη, ως
εκ του, συναγόμενου σαφώς από τις παραδοχές του, παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής
σύμβασης έναντι της κύριας δανειακής σύμβασης του πρωτοφειλέτη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο
και με βάση τα προεκτεθέντα δεν παραβίασε τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου που ερμήνευσε
και εφάρμοσε και συγκεκριμένα τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, όπως ίσχυαν
πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 3587/2007. Επομένως, οι σχετικοί από τον αριθ. 1 του
άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, που
παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ` αριθ. 1332/2012 απόφαση
του Α2 Πολιτικού Τμήματος αυτού και με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα
είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον οι λοιποί λόγοι της
αίτησης αναίρεσης έχουν απορριφθεί με την ως άνω παραπεμπτική απόφαση, πρέπει να απορριφθεί
στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ
των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν κρίνεται ιδιαίτερα δυσχερής
(άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τους παραπεμφθέντες στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ` αριθ.
1332/2012 απόφαση του Α2 Τμήματος αυτού πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της από 15-12-
2009 αίτησης για αναίρεση της υπ` αριθ. 775/2009 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και την
αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της.
απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,ω,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου,απόφαση βόμβα αρείου πάγου