αντισυνταγματικό το πιστοποιητικό ενφια για το παραδεκτό της εμπράγματης αγωγής έκρινε το Πολ.Πρωτ.Θεσνικης- Επιμέρους πρακτικά προβλήματα με τον ΕΝΦΙΑ και τις εμπράγματες αγωγές.

αντισυνταγματικό το πιστοποιητικό ενφια για το παραδεκτό της εμπράγματης αγωγής έκρινε το Πολ.Πρωτ.Θεσνικης

αντισυνταγματικό το πιστοποιητικό ενφια

αντισυνταγματικό το πιστοποιητικό ενφια

Προγενέστερο άρθρο για το θέμα

εμπράγματη αγωγή – συμβολαιογραφική μεταβίβαση: Προϋπόθεση παραδεκτού η προσκόμιση πιστοποιητικού περί καταβολής του νέου Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ν. 4223/2013

Με τον νόμο 4173/2014 εισήχθη διάταξη που ορίζει ότι κάθε εμπράγματη αγωγή είναι απαράδεκτη εάν δεν προσκομιστεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ ότι έχει εξοφληθεί η ρυθμιστεί η οφειλή από τον συγκεκριμένο φόρο.

Με τη διάταξη αυτή είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο οι “αετονύχηδες” καταπατητές να εισέρχονται σε γειτονικά ακίνητα κάνοντας κατάληψη του εδάφους, γνωρίζοντας ότι ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου-καταπατημένου ακινήτου χρωστούσε ΕΝΦΙΑ στην εφορία και δεν μπορούσε να προστατευτεί δικαστικά.

Έτσι παρέμενε στο ακίνητο θεμελιώνοντας δικαιώματα χρησικτησίας σε βάθος χρόνου και με τις προΫποθέσεις που απαιτούνταν. Σε κάθε περίπτωση ωφελούνταν από την χρήση και εκμετάλλευση της διπλανής γης χωρίς ταυτόχρονα να βαρύνεται με έξοδα όπως ο ΕΝΦΙΑ.

Την απάντηση σε αυτή τη πρακτική έδωσε το Πολ.Πρωτ.Θεσσαλονίκης με την απόφαση 15203, όπου κάνοντας παρεμπίπτων έλεγχο συνταγματικότητας έκρινε ότι προσκρούει στα δικαιώματα δικαστικής προστασίας, ιδιοκτησίας και αναλογικότητας των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος.

Ταυτόχρονα έκρινε ότι προσκρούει στις θεμελιώδεις διατάξεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ.

Ο βασικός πυρήνας του σκεπτικού της αποφάσεως αφορά κυρίως τη δυνατότητα των πολιτών να προσφεύγουν στην δικαιοσύνη σε κάθε προσβολή ή παραβίαση δικαιωμάτων, κάτι που αποτελούσε εμπόδιο εξαιτίας μιας φορολογικής φύσης υποχρέωση που συνδέεται με τον ΕΝΦΙΑ.

Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών αναφέρει.

Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή.

Δηλαδή η φορολογική βεβαίωση ενός ποσού δεν μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού μιας αγωγής που βασικό ιστορικό της έχει την προστασία από την προσβολή δικαιωμάτων στην ιδιοκτησία. Σε διαφορετική περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ο μόνος τρόπος να την επαναφέρει κάποιος για συζήτηση είναι η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, η οποία μπορεί να είναι από ένα μικρό ποσό έως ένα πολύ μεγάλο ποσό.

Σε αντίστοιχες περιπτώσεις στη πράξη η εισαγωγή της διάταξης αυτής ισοδυναμεί με άρνηση παροχής δικαστικής προστασίας, κάτι που επίσης απαγορεύεται από το σύνταγμα, γι’ αυτό και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αξιολόγησε ότι δεν δύναται να αρνηθεί να δικάσει μια παραβίαση της ιδιοκτησίας εξαιτίας μιας ταμειακής βεβαίωσης φορολογικής φύσης, η ποία έμεινε απλήρωτη.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση η ενάγουσα παρακάμφθηκε από τα κληρονομικά της δικαιώματα και το ποσοστό της πουλήθηκε σε τρίτους. Το συγκεκριμένο διαμέρισμα ενοικιαζόταν και έτσι η ίδια ζητούσε να αναγνωριστεί το ποσοστό της στη κληρονομιά και να υποχρεωθούν οι υπόλοιποι να της δίδουν ποσοστό ενοικίου.

Το δικαστήριο παρέκαμψε την διάταξη περί πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ μπήκε στην ουσία της υποθέσεως και δικαίωσε σε πρώτο βαθμό την ενάγουσα κάνωντας δεκτό το αίτημά της για δικαστική προστασία.

Εξάλλου ας το δούμε και λίγο πιο πρακτικά. Έαν άνθρωπος που διεκδικεί ένα εμπράγματο δικαίωμα που δεν έχει δηλώσει ακόμη στην Εφορία και στο Ε9, πως είναι δυνατόν να πληρώσει ΕΝΦΙΑ, αφού στην αντίστοιχη εφαρμογή δεν θα εμφανίζεται η ιδιοκτησία του. Αντίθετα εάν επισκεφτεί την εφορία θα τον παραπέμψει στο σύστημα taxis.

Και πάλι εάν δηλώσει στο σύστημα taxis ένα δικαίωμα που δεν του έχει ακόμη αναγνωριστεί δικαστικά και έχει δηλωθεί από κάποιον άλλο τότε προκύπτουν δύο ζητήματα

α) Υπάρχει κίνδυνος να απορριφθεί επί της ουσίας η αγωγή, οπότε κακώς δηλώθηκε από την ενάγουσα το ποσοστό ιδιοκτησίας
β) για το ίδιο δικαίωμα στο ίδιο ακίνητο έχει πληρωθεί δύο φορές ο ΕΝΦΙΑ.
Γ) ο ενάγων θα κληθεί να πληρώσει για ένα ακίνητο που δεν απολαμβάνει αλλά διεκδικεί.
και ερωτάται σε περίπτωση δικαίωσης ή της μιας ή της άλλης πλευράς ποιος θα μπορέσει να διεκδικήσει πίσω από το δημόσιο το ποσό που πλήρωσε ως υπερβάλλον για το συγκεκριμένο ακίνητο?

Με αυτά τα δεδομένα η υποχρεωτική προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ καθιστά την όλη διαδικασία πολλαπλώς προβληματική και η διπλή πληρωμή του με το ενδεχόμενο ο ενάγων να μην δικαιωθεί αλλοιώνει τον συστατικό πυρήνα των εμπράγματων δικαιωμάτων στο ίδιο ακίνητο, καθαρά και μόνο για μια απλή ταμειακή βεβαίωση του ίδιου φόρου.
Το ζήτημα αυτό το εντόπισε και η συγκεκριμένη απόφαση με το παρακάτω σκεπτικό.
Εξάλλου, ειδικά στην περίπτωση της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου του άρθρου 1094 του ΑΚ, με την οποία ο ενάγων αξιώνει την αναγνώριση της κυριότητας και την απόδοση του πράγματος από τον εναγόμενο που νέμεται ή κατέχει το ακίνητο, αφενός δεν νοείται να είναι φορολογικά υπόχρεοι για το ίδιο ακίνητο τόσο ο ενάγων που το διεκδικεί, όσο και ο εναγόμενος που το νέμεται και που συνήθως προβάλει δικαίωμα ιδίας κυριότητας, οπότε υπάρχει πολλαπλή φορολόγηση του ιδίου ακινήτου, και μάλιστα με μη δυνατότητα επιστροφής του καταβληθέντος φόρου στον ηττηθέντα διάδικο, αφετέρου ο ενάγων καλείται να καταβάλει φόρο για ένα ιδιοκτησιακό αγαθό που βρίσκεται σε επιδικία και επιπλέον δεν απολαμβάνει. Τέλος, είναι διαφορετική η περίπτωση του άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973, που απαγορεύει τη συζήτηση εμπράγματης αγωγής, της οποίας το αντικείμενο φέρεται να περιήλθε στον ενάγοντα με κληρονομική διαδοχή, εάν δεν προσκομίζεται πιστοποιητικό του Οικονομικού Εφόρου για την
υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομίας ή πράξη επιβολής φόρου, καθόσον η εν λόγω διάταξη –σε αντίθεση με την προρρηθείσα του άρθρου 9 παρ.2 του Ν.4223/2013- επιβάλει μόνο υποχρέωση υποβολής δήλωσης και όχι και καταβολής και εξόφλησης του αντίστοιχου φόρου. Άλλωστε η πάγια νομολογία των δικαστηρίων (ΑΠ ολ 1331/1985 Ελλ.Δ/νη 26.1133, ΑΠ 437/1998 Ελλ.Δ/νη 39.1275, ΕφΘρ 214/2014 ΝΟΜΟΣ) έκρινε ότι η μη αναστολή της συζητήσεως, κατά τις επιταγές της διατάξεως του άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973 που επιδιώκει φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν και με άλλα μέσα, δηλαδή με ενέργειες των φορολογικών οργάνων, χωρίς να απαιτείται η εξαφάνιση της αποφάσεως, που δεν διέταξε την αναστολή, για την επίτευξη των
επιδιωκομένων φορολογικών σκοπών, οι οποίοι δεν έχουν επίδραση στην έκβαση της δίκης και συνεπώς και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεν δημιουργεί απαράδεκτο, που συνεπάγεται την εξαφάνιση της απόφασης, που δεν το διέταξε

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply