αναβολή στην ποινική δίκη: 349 παρ. 8 K.Π.Δ. – ν. 4055/2012 – Αναβολή σε ποινικά δικαστήρια από το συμβούλιο 5 ημέρες πριν τη δικάσιμο – Προβλήματα στη πράξη.

αναβολή στην ποινική δίκη

αναβολή στην ποινική δίκη

αναβολή στην ποινική δίκη:

Δείτε εδώ τις αλλαγές στο άρθρο 349§8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την αναβολή στη ποινική δίκη.

Προβλήματα στη καθημερινή πρακτική εμφανίζει η νέα μέθοδος αναβολής της ποινικής δικής σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 349 ΚΠΔ όπως προστέθηκε με την παρ.6 άρθρου 33 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 “περί δίκαιης δίκης”.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, ο λόγος της αναβολής που προτάσσεται για πρώτη φορά επί της έδρας κατά την ημέρα της εκδίκασης της υπόθεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος εφόσον ήταν γνωστός ως λόγος αναβολής τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν τη δικάσιμο και εφόσον δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται.
Εδώ παρατίθεται αυτούσιο το κείμενο του άρθρου 349 παρ. 8
Εάν ο λόγος της αναβολής αναφανεί πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, ο
διάδικος ή ο συνήγορος του υποχρεούται, με ποινή το απαράδεκτο της προβολής του λόγου
αυτού ενώπιον του επ` ακροατηρίω συνεδριάζοντος δικαστηρίου, να γνωστοποιήσει αυτόν
εγγράφως στον αρμόδιο εισαγγελέα, μαζί με τα έγγραφα που τον αποδεικνύουν. Για την αναβολή
αποφασίζει το δικαστήριο σε συμβούλιο, αφού ακούσει τη γνώμη του εισαγγελέα χωρίς την
παρουσία διαδίκων και, προκειμένου για δίκη ενώπιον των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, το
συμβούλιο των εφετών. Ο γραμματέας της αρμόδιας εισαγγελίας ενημερώνει τους μάρτυρες και
τους νομιμοποιηθέντες διαδίκους για τη νέα δικάσιμο.
Χωρίς υπερβολή, η καθημερινή πρακτική αποδεικνύει ότι αυξήθηκαν οι “ερημοδικίες” των κατηγορουμένων εξαιτίας του γεγονότος της μη τήρησης αυτής της “γραφειοκρατικής” διαδικασία για την χορήγηση της αναβολής.
Μια τέτοια εικόνα των δικαστηρίων όπου ο κατηγορούμενος “εν τοις πράγμασι” στερείται την υπεράσπιση του δεν αρμόζει σε εικόνα νομικού κόσμου που σέβεται τους αγώνες και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου όπως αυτά είναι κατοχυρωμένα διεθνώς. Ο νόμος που ψηφίστηκε υπερασπίζεται τον όρο “δίκαιη δίκη” επειδή εν τοις πράγμασι αποδεικνύεται ότι φοβόταν το πραγματικό προσωπείο της άδικης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, ο οποίος μετά δεδομένα αυτά είναι μόνος του απέναντι στην κατηγορούσα αρχή και ανυπεράσπιστος στην σίγουρη καταδίκη του.
Άλλωστε, δεν με πείθει κανείς για το αντίθετο αφού πλέον είμαι πεπεισμένος ότι κανείς δε νοιάζεται για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου περισσότερο από την είσπραξη των εξόδων της δίκης ενός καταδικασμένου πολίτη, ο οποίος εμφανίστηκε στο δικαστήριο για να το ενημερώσει ότι ο δικηγόρος του δεν μπορεί να τον υπερασπιστεί τη συγκεκριμένη δικάσιμο επειδή επικαλείται σπουδαίους λόγους, ωστόσο ο νόμος τον υποχρέωσε να μην παρασταθεί με δικηγόρο και αφού καταδικάστηκε, οδηγείται με τη συνοδεία του αστυνομικού φρουρού κρατούμενος στο Δημόσιο Ταμείο για να πληρώσει τη ποινή του και τα έξοδα της δίκης.

Λυπάμαι, αλλά αυτό δεν είναι νομοθετική παρέμβαση στον προσανατολισμό της δίκαιης δίκης. Εάν μου πείτε ότι είναι στον προσανατολισμό της είσπραξης υπέρ του δημοσίου τότε θα συμφωνήσω μαζί σας.
Σε ποιον συνάδελφο δικηγόρο δεν έχει τύχει, την τελευταία στιγμή να τον ενημερώσουν για κάποιο δικαστήριο στο οποίο πρέπει να παρασταθεί και ταυτόχρονα θα πρέπει να αναβάλλει ένα πρωτοείσακτο για σημαντικούς λόγους σε άλλη πόλη της Ελλάδας. Αυτό είναι το σύνηθες. Πλέον, κανένα δικαστήριο δεν πείθεται ότι μπορεί να υπήρξε ένα απρόβλεπτο γεγονός και ασφαλώς δε χορηγεί αναβολή στην έδρα και έτσι ο κατηγορούμενος δικάζεται χωρίς δικηγόρο και καταδικάζεται ασφαλώς σε χρηματικές ποινές και έξοδα δίκης.
Σε ποιον συνάδελφο δικηγόρο δεν έχει τύχει να έχει ένα προγραμματισμένο δικαστήριο για το οποίο θα μπορούσε να έχει ζητήσει αναβολή προκειμένου να παρασταθεί σε κάποιο ανώτερης βαθμίδας ήδη από αναβολή και την τελευταία στιγμή επέρχεται συμβιβασμός ή ανακαλείται η εντολή με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον προθεσμία εισαγωγής στο συμβούλιο.
Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι όλα αυτά “είναι πρόβλημα του δικηγόρου” όπως ακούσαμε σε ένα ακροατήριο που “σεβάστηκε” πλήρως τα δικαιώματα του κατηγορημένου και τον δίκασε χωρίς νομικό συμπαραστάτη, έχει αντιληφθεί κανείς το κόστος και τη γραφειοκρατία που δημιούργησε ο συγκεκριμένος νόμος.
Ας υποθέσουμε ότι την ίδια ημέρα ένας δικηγόρος έχει ένα ακροατήριο στην Θεσσαλονίκη (εφετείο ήδη από αναβολή) και ένα τριμελές πλημμελειοδικείο στην Αθήνα πρωτοείσακτο(σύνηθες τα δύο ακροατήρια σε διαφορετικές πόλεις).
Για να χορηγηθεί αναβολή, πρέπει ο πληρεξούσιος δικηγόρος, αφού του χορηγήσει ο πελάτης του εξουσιοδότηση, να κατέβει στην Αθήνα, να υποβάλει εγγράφως αίτημα στον Εισαγγελέα, ο οποίος έχει απίστευτο και ουσιώδη φόρτο εργασίας, να πληρώσει όλα τα έξοδα μετακίνησης, να πληρώσει τη παράσταση επί της αιτήσεως, να εισαχθεί η αίτηση από τον εισαγγελέα στο συμβούλιο πλημμελειοδικών που συνεδριάζει σε τριμελή σύνθεση, να λάβουν γνώση της δικογραφίας για να διαπιστώσουν εαν υφίσταται ζήτημα παραγραφής, να συνδιασκεφτούν, να εκδώσουν απόφαση επί του αιτήματος, να διαβιβαστεί η υπόθεση στην γραμματείας της εισαγγελίας, να αποστείλει η γραμματεία νέες κλήσεις με τη νέα δικάσιμο σε όλους τους παράγοντες της δίκης(ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ 20 άτομα ανά την Ελλάδα) πριν από την δικάσιμο, η οποία είναι σε 5 ή και λιγότερες μέρες (αναλόγως πότε το συμβούλιο θα εκδώσει απόφαση) και έτσι να μην χρειαστεί να παρασταθεί κανείς κατά την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου.
Στη πράξη έτυχε να εμφανιστούν οι πολιτικώς ενάγοντες και οι μάρτυρες μιας υπόθεσης επειδή η γραμματεία δε πρόλαβε να αποστείλει νέες κλήσεις. Έτσι, οι άνθρωποι όταν είδαν το πινάκιο να λέει ότι η υπόθεση τους έχει αποσυρθεί με την ένδειξη (349 παρ. 8) διαμαρτυρήθηκαν και προξένησαν θόρυβο στο δικαστήριο που προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι η υπόθεση τους έχει ήδη αναβληθεί εδώ και λίγες ημέρες σε νέα δικάσιμο.
Μέσα σε όλα αυτά πρέπει να αξιολογήσουμε το γεγονός ότι το υπουργείο δικαιοσύνης προκειμένου να απελευθερώσει δικαστές από φόρτο εργασίας μετέφερε απίστευτη και δύσκολη ύλη σε μονομελείς συνθέσεις αποτρέποντας τις τριμελείς, οι οποίες τώρα καλούνται να ασχολούνται με αυτές τις διαδικασίες. Δηλαδή, αποδεσμεύουμε τους δικαστές από την ουσία των υποθέσεων και τους απασχολούμε με τη γραφειοκρατία και τα τυπικά.
Είναι αδιανόητο να απασχολείται τόσος κόσμος με φοβερό φόρτο και απίστευτη νομική σκέψη με αυτή τη διαδικαστική γραφειοκρατία και να μην βλέπουμε την ουσία, η οποία είναι ότι με ένα απλό έγγραφο της γραμματείας του Εφετείου θα μπορούσε κατά την ημέρα της δικασίμου να γνωστοποιήσει στο Τριμελές Αθηνών ότι η υπόθεση δεν μπορεί να εκδικαστεί επειδή ο συνήγορος υπεράσπισης πρέπει να βρίσκεται στο Εφετείο Θεσσαλονίκης.
Αντί επιλόγου αφήνω να σχηματίσει ο καθένας το δικό του συμπέρασμα. Για να προάγω το προβληματισμό είμαι ο πρώτος που λέω ότι η άποψή μου για όσα προανέφερα είναι λάθος. Ας ακούσουμε και την άλλη άποψη που λύνει τη γραφειοκρατία και απελευθερώνει την ποινική δίκη.

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

1 Comments

    Leave A Reply