αλλαγές στο ΠΚ και στον ΚΠΔ – Απόλυση κρατουμένων – προσθήκη στο έγκλημα της τρομοκρατίας – Απόλυση καταδίκων μέχρι 10 έτη κάθειρξης- δικονομικά ζητήματα- ν. 4274/2014
αλλαγές στο ΠΚ και στον ΚΠΔ
Άρθρο 4
1. Η παρ. 3 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η απόλυση υπό όρο κατά την παράγραφο 1 σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του καταδίκου,
χορηγείται μόνο μια φορά και επεκτείνεται αυτοδικαίως σε όλες τις συντρέχουσες στην έκτιση
ποινές, για τις οποίες μπορεί να καθοριστεί συνολική ποινή κατ’ άρθρο 551 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας.»
2. Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 11ΟΑ του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 4 ως
εξής:
«4. Η καταδίκη κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας για πράξη που τελέστηκε πριν την έναρξη της
έκτισης της ποινής, για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση υπό όρο, δεν επιφέρει την ανάκληση της
απόλυσης.»
Άρθρο 5
Στο άρθρο 187Β του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 3α ως εξής:
«3α. Σε υπαίτιο οποιοσδήποτε εγκληματικής πράξης, εκτός από αυτές του άρθρου 187Α Ποινικού
Κώδικα, για τον οποίο, πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του, κρίνεται ότι με δική του
πρωτοβουλία συντέλεσε με παροχή πληροφοριών στην ανακάλυψη ή εξάρθρωση τρομοκρατικής
οργάνωσης ή κατέστησε δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης
τρομοκρατικής πράξης ή την ανακάλυψη και σύλληψη φυγόδικων ή φυγόποινων για πράξεις
τρομοκρατίας του άρθρου 187Α Ποινικού Κώδικα, αναγνωρίζεται ελαφρυντική περίσταση. Σε
περίπτωση που για την ανακάλυψη ή εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης ή την πρόληψη
διάπραξης τρομοκρατικής πράξης ή τη σύλληψη των φυγόδικων ή φυγόποινων για τις πράξεις
αυτές είναι αναγκαία η προσωρινή αποφυλάκιση του ανωτέρω υπαιτίου, το συμβούλιο
πλημμελειοδικών μπορεί με βούλευμα να διατάσσει την προσωρινή αναστολή της ποινικής δίωξης
του ανωτέρω και την για ορισμένο χρόνο προσωρινή του απόλυση από τη φυλακή, προκειμένου
να επαληθευθούν οι ανωτέρω πληροφορίες. Αν, μετά την κατά τα ανωτέρω αναστολή της ποινικής
δίωξης και αποφυλάκιση του υπαιτίου, προκύψει ότι οι δοθείσες από αυτόν πληροφορίες δεν ήταν
αληθινές ή ότι δεν επρόκειτο για τρομοκρατική οργάνωση ή για τρομοκρατικές πράξεις του
άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, το σχετικό βούλευμα ανακαλείται, διατάσσεται και πάλι η
φυλάκιση του υπαιτίου και η ανασταλείσα ποινική δίωξη κατ’ αυτού συνεχίζεται, εκτός εάν
συντρέχει περίπτωση εφαρμογής άλλης ευνοϊκής διάταξης. Για τις χορηγηθείσες από τον υπαίτιο
πληροφορίες, συντάσσεται έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, η οποία αποστέλλεται στον αρμόδιο
εισαγγελέα εφετών, προκειμένου να λάβει γνώση. Η έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα τηρείται σε
ειδικό αρχείο της Εισαγγελίας, όπου επίσης αποστέλλεται και τηρείται έκθεση της αρμόδιας αρχής,
η
οποία προέβη με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες στην εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης,
την πρόληψη τρομοκρατικής πράξης ή στη σύλληψη φυγόδικων ή φυγόποινων για πράξεις
τρομοκρατίας. Των ανωτέρω εκθέσεων λαμβάνουν γνώση μόνο τα μέλη του αρμόδιου δικαστικού
συμβουλίου ή δικαστηρίου, τα οποία εξετάζουν και αυτεπαγγέλτως τη χορήγηση ή μη των
προβλεπόμενων στις προηγούμενες παραγράφους ευεργετημάτων. Οι διατάξεις των παραγράφων 1
και 2 του παρόντος ή άλλων νόμων, που προβλέπουν ευνοϊκά μέτρα ή μέτρα επιείκειας, δεν
θίγονται από τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.»
Άρθρο 6
Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό
δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, εφαρμόζεται δε ανα- λόγως η
παράγραφος 3 του άρθρου 340.»
Άρθρο 7
1. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης το γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, ενώ τα γενετικά
αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο
γενετικών τύπων που συνι- στάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογι- κών Ερευνών
του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, εποπτευόμενο από τον εισαγγελικό λειτουργό του
άρθρου 4 του Ν. 2265/1994, μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή
αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή θέσεως της υπόθεσης στο αρχείο κατ’ άρθρο 43 παράγραφοι
2 και 3, εκτός αν η σύγκρισή τους με αταυτοποίητα όμοια αποτυπώματα, που τηρούνται στο ίδιο
αρχείο, αποβεί θετική, οπότε η τήρησή τους παρατείνεται μέχρι την αμετάκλητη αθώωση των
προσώπων που αφορούν οι οικείες υποθέσεις.»
2. Στο άρθρο 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Όλα τα κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια, που διεξάγουν αναλύσεις DNA στο πλαίσιο
πραγματογνωμοσύνης κατόπιν παραγγελιών δικαστικών ή ανακρι- τικών αρχών, κοινοποιούν τα
πορίσματα των αναλύσεών τους στο ειδικό αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων της παραγράφου
2.»
3. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται
εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου για την προσωρινή κράτηση δεν εφαρμόζονται για
κατηγορούμενο με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, πιστοποιημένο από
αρμόδιο όργανο της περίπτωσης α’ του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 105 του
Ποινικού Κώδικα, ανεξαρτήτως της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης, με εξαίρεση τα κακουργήματα
των άρθρων 134 και 187Α του Ποινικού Κώδικα και των άρθρων 22 και 23 του Ν. 4139/2013.
Στις περιπτώσεις αυτές, εκτός των άλλων περιοριστικών όρων, μπορεί να επιβληθεί στον
κατηγορούμενο και ο κατ’ οίκον περιορισμός, καθώς και νοσηλεία σε νοσοκομείο, σύμφωνα με την
παράγραφο 2 του άρθρου 557 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατόπιν αιτήσεώς του.»
4. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 283 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο Εισαγγελέας, πριν εκφράσει τη γνώμη του, υπο- χρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και
τον συνήγορό του.»
Άρθρο 8
Το άρθρο 358 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν
εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του ο,τιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την
αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας. Μπορούν να προβαίνουν σε
δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που
εξετάστηκαν. Οι κατά τα ως άνω δηλώσεις και εξηγήσεις μπορούν να γίνουν, κατά την κρίση του
προέδρου, συνολικά κατά ομάδες ή συναφείς ενότητες των σχετικών αποδεικτικών μέσων που
εξετάστηκαν.»
Άρθρο 9
Η παρ. 1 του άρθρου 364 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων, που συντάχθηκαν
σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη
διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση
των εγγράφων αυτών στο ακροατήριο γίνεται μόνο ως προς τα ουσιώδη και σημαντικά, κατά την
κρίση του προέδρου, σημεία τους. Κατά της σχετικής διάταξης του προέδρου μπορεί να ασκηθεί
αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το Δικαστήριο. Αν χρειάζεται κάποιος από τους μάρτυρες ή τους
κατηγορουμένους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο πρόεδρος το επιδεικνύει σε αυτόν.»
Άρθρο 10
Στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 473 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθενται εδάφια ως
εξής:
«Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρούνται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων
δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον το ζητήσει ο
εισαγγελέας
του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από
την καταχώρηση αυτή, η οποία γίνεται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης.»
Άρθρο 11
Απόλυση κρατουμένων υπό όρο
1. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης που
δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου
έκτισης της ποινής, η οποία υπόκειται σε ανάκληση, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των
άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει ή εκτίουν με οποιονδήποτε
τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής. Η διάταξη δεν εφαρμόζεται αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο από τον
εισαγγελέα και μέχρι, στην περίπτωση αυτή, να καταστεί αμετάκλητη η σχετική απόφαση.
2. Εξαιρούνται από τη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου όσοι έχουν καταδικαστεί για
κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 187,187Α, 299, 322, 323Α, 324, 336, 339, 342,
348Α, 349, 351, 351Α και 380 παράγραφοι 1β και 2 του Ποινικού Κώδικα.
3. Όσοι απολύονται, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παραγράφου 1, αν υποπέσουν, μέσα σε
πέντε έτη από την αποφυλάκισή τους, σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστούν
αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή περιορισμού μεγαλύτερη του
έτους,
εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία έχουν απολυθεί υπό όρο.
4. Στους απολυόμενους, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την ίδια διάταξή του, μπορεί να
επιβάλει: α) την υποχρέωσή τους να εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις
αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένουν, β) τη μη απομάκρυνσή τους, χωρίς έγγραφη άδειά
του, από τον ως άνω τόπο, γ) οποιονδήποτε άλλον όρο, από αυτούς που αναφέρονται στην
παράγραφο 3 του άρθρου 100 του Ποινικού Κώδικα, κρίνει σκόπιμο. Ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών, κατά την επιβολή των ως άνω όρων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την
προσωπικότητα, καθώς και τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες του
απολυόμενου. Σε περίπτωση που ο τελευταίος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, ο
εισαγγελέας πλημμελειοδικών διατάσσει την ανάκληση της απόλυσης.
5. Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης υποβάλλουν, μέσα σε δέκα ημέρες από τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου, στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής τους φακέλους
των καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
6. Απολύσεις, που γίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος, ανακοινώνονται από τους διευθυντές
των καταστημάτων κράτησης τόσο στις αρμόδιες υπηρεσίες Ποινικού Μητρώου, όπου
καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων όσο και στον Κλάδο Αλλοδαπών και
Προστασίας Συνόρων της Ελληνικής Αστυνομίας.
7. Η υπό όρο απόλυση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, δεν κωλύεται από τη μη
καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε.
8. Κάθε αμφισβήτηση, ως προς την εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού, λύεται από
το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στους κατάδικους που αποκτούν τις
προϋποθέσεις της παραγράφου 1: α) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε χρονικό
διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μετά από
άσκηση ενδίκου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευση του
παρόντος.
10. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4043/2012 (Α’ 25) εφαρμόζονται και στους κρατούμενους
που εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας και πληρούν τις τασσόμενες με αυτό προϋποθέσεις
κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους καταδίκους που
αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις 30.6.2015 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος
νόμου ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά
τη δημοσίευσή του.
11. Όσοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα
σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης άνω των δέκα ετών για εγκλήματα που προβλέπονται στο Ν.
3459/2006 (Α’ 103), απολύονται υφ’ όρον, αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής
έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Την απόλυση διατάσσει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών
του τόπου έκτισης της ποινής.
Άρθρο 12
Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 19 του Ν. 4242/2014 (Α’50) εφαρμόζονται και
στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις 31.12.2014 και εφόσον η
πάθησή τους προκύπτει από ιατρικά πιστοποιητικά δημοσίου θεραπευτικού ιδρύματος, που
τηρούνται στο φάκελο του καταδίκου και έχουν εκδοθεί έως τις 31 Μαΐου 2014 και β) μετά τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και εφόσον η έκτιση της
ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευσή του και πληρούν τις τασσόμενες με αυτόν
προϋποθέσεις κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους
καταδίκους, οι οποίοι πάσχουν από κάθε πάθηση που το διαπιστωμένο από υγειονομική επιτροπή
ποσοστό αναπηρίας είναι 67% και άνω.