Αλλαγές στο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) – Προθεσμίες κατάθεσης προτάσεων-προσθήκης στο Μονομελές και το Πολυμελές – Κλήτευση στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση – Ανταγωγή – Μέσα επίθεσης και άμυνας – Αποδεικτικά μέσα και διαδικασία στο ακροατήριο – νόμος 3994/2011 ΦΕΚ Α 165 25.7.2011 – Μέρος IV

Δείτε το Μέρος Ι Αλλαγές στο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ)
Δείτε το Μέρος ΙΙ Αλλαγές στο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ)
Δείτε το Μέρος ΙΙΙ Αλλαγές στο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ)
Δείτε το Μέρος V Αλλαγές στο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ)

Καθορίζονται οι Προθεσμίες κατάθεσης προτάσεων-προσθήκης στο Μονομελές και το Πολυμελές Πρωτοδικείο

Ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν το
αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο
γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία κατάθεσης. Εκπρόθεσμες προτάσεις δεν
λαμβάνονται υπόψη. Μαζί με τις προτάσεις οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν
και: α) αντίγραφο των προτάσεων ατελώς, επικυρωμένο από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο του διαδίκου και β) με ποινή απαραδέκτου όλα τα αποδεικτικά μέσα και
διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους.


Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει
με επισημείωση τη χρονολογία της κατάθεσης των προτάσεων. Κάθε διάδικος
δικαιούται να πάρει ατελώς με δική του δαπάνη αντίγραφα των προτάσεων των
αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί
να ασκηθεί και από το δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, την παρέμβαση ή τις
προτάσεις ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το δικηγόρο αυτόν. Αν ο
αντίδικος είναι μόνο ένας, μπορεί να του δοθεί το αντίγραφο των προτάσεων που
έχει κατατεθεί.

Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία
κατατίθεται το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο, κατά τους
όρους της προηγούμενης παραγράφου, οπότε κλείνει ο φάκελος και ορίζεται ο
εισηγητής της υπόθεσης, στον οποίο διαβιβάζεται ο φάκελος. Εκπρόθεσμη
προσθήκη δεν λαμβάνεται υπόψη. Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να
προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση
ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις της παραγράφου 1. Οι διατάξεις της
παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλόγως.

Οι διάδικοι μπορούν, ως τη δωδέκατη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από
τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση
της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις
τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αντίκρουση
των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παράγραφος 2. Ο
γραμματέας το αργότερο την τέταρτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση υποχρεούται
να χορηγεί στους διαδίκους αντίγραφα των πρακτικών της δίκης.

Το αντίγραφο της αγωγής που οφείλει να προσκομίσει ο ενάγων, οι προτάσεις
και τα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα αποτελούν τη δικογραφία.

Μετά την περάτωση της δίκης οι διάδικοι οφείλουν να αναλάβουν όλα τα
σχετικά έγγραφα τους. Ο γραμματέας βεβαιώνει στις προτάσεις κάθε διαδίκου ότι
ανέλαβε τα έγγραφα του. Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, ο πρόεδρος του
δικαστηρίου επιτρέπει στο διάδικο να αναλάβει ορισμένο έγγραφο και πριν από
την περάτωση της δίκης. Αν το έγγραφο αυτό είναι αναγκαίο, η ανάληψη
επιτρέπεται μόνο αφού κατατεθεί επικυρωμένο αντίγραφο. Οι προτάσεις
παραμένουν στο αρχείο του δικαστηρίου.


Ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου οι προτάσεις κατατίθενται, ενώπιον δε
του ειρηνοδικείου δύνανται να κατατεθούν, το αργότερο στο ακροατήριο κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και,
όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις, καταχωρίζονται στα πρακτικά. Οι διάδικοι
μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από
την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης
των πραγματογνωμόνων να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία
σχολιάζονται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται
ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 μόνο για την
αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση. Κατά τα
λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 εδάφια β’ και γ’, 2, 5 και 6
του άρθρου 237

Η κλήτευση στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση

Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα
τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν, με την εξαίρεση των περιπτώσεων ειδικών
διαδικασιών, στις οποίες προβλέπεται συντομότερη προθεσμία κλητεύσεως. Οι
διάδικοι μπορούν να καταθέσουν σημείωμα πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο
μόνο για τα θέματα που θα συζητηθούν. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου
237 εφαρμόζεται ανάλογα και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση.

Η κατά την προηγούμενη παράγραφο επαναλαμβανόμενη συζήτηση πρέπει να
ορίζεται σε μία από τις πρώτες δικάσιμους μετά την πάροδο της προθεσμίας των
τριάντα (30) ημερών από την κλήτευση. Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο
δικαστή και από την ίδια σύνθεση δικαστών επί πολυμελών δικαστηρίων, εκτός αν
τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο.

Η άσκηση της ανταγωγής και οι προϋποθέσεις της. Με χωριστό δικόγραφο απαιτείται επίδοση 30 μέρες πριν στο Πολυμελές και 8 εργάσιμες στο Μονομελές και στο Ειρηνοδικείο. Με τις προτάσεις 30 μέρες πριν τη συζήτηση και 8 εργάσιμες ημέρες πριν στο Μονομελές. Εάν δεν απαιτείται η υποβολή προτάσεων μπορεί να ασκηθεί και προφορικά επί της έδρας.

Η ανταγωγή ασκείται με χωριστό δικόγραφο, που επιδίδεται τριάντα

τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου
και οκτώ τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου και
του ειρηνοδικείου.

Ασκείται επίσης με τις προτάσεις, που κατατίθενται τριάντα
τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου
και οκτώ εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση ενώπιον του μονομελούς
πρωτοδικείου.

Οπου η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, η ανταγωγή
ασκείται και με τις τυχόν υποβαλλόμενες προτάσεις, ή και προφορικά κατά τη
συζήτηση, οπότε και καταχωρίζεται στα πρακτικά.

Μέσα επίθεσης και άμυνας, ένα άρθρο με πολύ μεγάλη ανάλυση και ιδιαίτερα μεγάλη πρακτική εφαρμογή.

Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορεί να προβληθούν παραδεκτά έως και τη
συζήτηση με προτάσεις ή και προφορικά: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν
προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία’ αυτό ισχύει
και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά
μεταγενέστερα και γ) αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του
αντιδίκου

Αποδεικτικά μέσα – Εκτίμησή του από το δικαστή – διαδικασία στο ακροατήριο – Ένορκες βεβαιώσεις

Ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. Ο

δικαστής οφείλει πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και
επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως προς τα
θέματα και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών. Οι διάδικοι ή οι νόμιμοι
αντιπρόσωποι τους οφείλουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο να εμφανισθούν
αυτοπροσώπως. Η μη εμφάνιση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του στο
ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη, εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα.

Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους
του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός.
Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και
αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των
άρθρων 393 και 394.

Ενορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή
προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν
δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν
από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον
ημέρες πριν από αυτή
. Για την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η
προσκομιδή, μέσα στις προθεσμίες της παραγράφου 3 του άρθρου 237 και του γ’
εδαφίου του άρθρου 238, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις
αντικρουόμενες.

Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους
διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει κατά την κρίση του
σύμφωνα με τα άρθρα 415 επόμενα. Οφείλει να εξετάσει έναν τουλάχιστον από
τους προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες για κάθε πλευρά. Σε περίπτωση
ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί ένας μάρτυρας για κάθε ομόδικο, αν τούτο κριθεί
απαραίτητο λόγω διαφορετικών συμφερόντων.

Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη
με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή
προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα
της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των
πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες, καθώς
και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.

Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μία δικάσιμο.
Οι υποθέσεις εκφωνούνται με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητούνται
αμέσως αυτές για τις οποίες δεν θα διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη. Αν ο χρόνος
δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων
δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει
θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται.

Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι
έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο.

Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να
αποφασίσει οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους κατά τη διάρκεια
της συζήτησης να παρίστανται σε άλλο τόπο και να ενεργούν εκεί διαδικαστικές
πράξεις. Η συζήτηση αυτή μεταδίδεται ταυτόχρονα με ήχο και εικόνα στην
αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και στον τόπο, όπου παρίστανται οι
διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να
αποφασίσει την εξέταση μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων χωρίς αυτοί να
παρίστανται στην αίθουσα συνεδρίασης του, η δε σχετική απόφαση του
δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Η εξέταση μεταδίδεται ταυτόχρονα με
ήχο και εικόνα στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και στον τόπο
εξέτασης των μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων. Η εξέταση αυτή, η οποία
θεωρείται ότι διεξάγεται ενώπιον του δικαστηρίου, έχει την ίδια αποδεικτική
ισχύ με την εξέταση στο ακροατήριο.

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply