Με άποψη: Άκυρη ιδιόγραφη διαθήκη χωρίς αναγραφή της ημέρας σύνταξής της από τον διαθέτη, εφόσον από το περιεχόμενό της δεν προκύπτει η ημέρα σύνταξή της - Ολομέλεια Αρείου Πάγου

Με άποψη: Άκυρη ιδιόγραφη διαθήκη χωρίς αναγραφή της ημέρας σύνταξής της από τον διαθέτη, εφόσον από το περιεχόμενό της δεν προκύπτει η ημέρα σύνταξή της – Ολομέλεια Αρείου Πάγου

Ακυρότητα διαθήκης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αναφορικά με το ζήτημα της εγκυρότητας μιας ιδιόγραφης διαθήκης όταν αυτή δεν αναγράφει την ημέρα σύνταξής της.

Διαβάστε επίσης 10 ερωτήσεις και απαντήσεις για την αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας διαθήκης και ιδίως για το σημείο της χρονολογίας της.

Το ζήτημα που τέθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου μετά από παραπομπή του Γ΄ τμήματος του Αρείου Πάγου ήταν “ενόψει του σκοπού των διατάξεων των άρθρων 1721 παρ. 1 εδ.α` – β` και 3 και 1718 του ΑΚ και με ανάλογη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εφαρμογή της εξ αυτών διατάξεως του άρθρου 1721 παρ.3 του ΑΚ, κατά την οποία “ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης”, τέτοια (ιδιόγραφη) διαθήκη, από την οποία λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία της χρονολογίας της, όπως η ημέρα του αναφερόμενου μήνα και έτους, δεν είναι άκυρη όχι μόνο όταν το ελλείπον στοιχείο της χρονολογίας της μπορεί να αναπληρωθεί από το περιεχόμενο της διαθήκης, λαμβανομένων υπόψη και στοιχείων εκτός του περιεχομένου αυτού, με σκοπό την αποσαφήνιση των διαλαμβανομένων στη διαθήκη, από τα οποία πιθανολογείται η χρονολογία της συντάξεως της αλλά και αν στην περίπτωση που το ελλείπον στοιχείο της χρονολογίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν μπορεί να αναπληρωθεί ως ανωτέρω, η ακυρότητα της διαθήκης θα επέλθει όχι από αυτήν (μόνη) την έλλειψη, παρά μόνο εάν ήθελε διαπιστωθεί, μετά από έρευνα σχετικού ισχυρισμού του ενδιαφερομένου ότι με την έλλειψη αυτή καλύπτεται ελάττωμα της διαθήκης που επάγεται αυτό πλέον την ακυρότητα.”

Το ζήτημα δηλαδή που εξετάστηκε ήταν εάν η ατελής ή ελλιπής ως προς ένα ή περισσότερα από τα αναγκαία στοιχεία της χρονολογία ιδιόγραφης διαθήκης εξομοιώνεται προς την παντελώς ελλείπουσα και συνεπάγεται την ακυρότητα της διαθήκης, χωρίς τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων.

Περαιτέρω εξετάστηκε εάν το στοιχείο που λείπει μπορεί να αναπληρωθεί επιτρεπτώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία χρειάζεται να αποδειχθούν και λαμβάνονται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων που είτε αναφέρονται ως προς την χρονολογία είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης.

Δηλαδή, εξετάστηκε εάν η ελλείπουσα χρονολογία ως προς την ημέρα σύνταξης της διαθήκης μπορεί να ανευρεθεί από το περιεχόμενο της διαθήκης ή από άλλα προσδιοριστικά στοιχεία όπως αυτά αναφέρονται εντός αυτής και μπορούν να παραπέμψουν σε βέβαια η χρονολογία ως προς την ημέρα σύνταξης της διαθήκης.

Εάν κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί, τότε πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1721 ΑΚ, οπότε η διαθήκη είναι άκυρη, επειδή λείπει ένα από τα βασικά στοιχεία που είναι η ημεροχρονολογία της διαθήκης.

Στην προκειμένη περίπτωση ΤΟ εφετείο που εκδίκασε την υπόθεση επικύρωσε το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης και ακύρωσε τη διαθήκη επειδή η μοναδική αναγραφή χρονολογίας στη διαθήκη ήταν “Δεκέμβρης του 91”.

Το δικαστήριο στη συνέχεια, επιχείρησε από διάφορα προσδιοριστικά στοιχεία εντός της διαθήκης να ερευνήσει την ημέρα σύνταξης της διαθήκης, πλην όμως αυτό κατέστη αδύνατο. Μεταξύ άλλων στοιχείων που συνεκτίμησε το εφετείο προκειμένου να ανεύρει την ημέρα σύνταξης της διαθήκης ήταν η ημέρα μίσθωσης θυρίδας, εντός της οποίας εντοπίσθηκε η διαθήκη, και οι αναφορές του διαθέτη περί σύναψης γάμου. Ωστόσο, από τις αναφορές αυτές και πάλι δεν κατέστη δυνατός ο προσδιορισμός της ημέρας σύνταξης της διαθήκης.

Έτσι αναγνωρίζεται η ακυρότητα της υπό κρίση διαθήκης λόγω έλλειψης τυπικών στοιχείων σύνταξης (ημέρα σύνταξης διαθήκης), οπότε καθίσταται αδύνατος ο χρονικός προσδιορισμός σύνταξης.

Η απόφαση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική και καθοριστική δεδομένης της λεκτικής διατύπωσης του άρθρου 1721 ΑΚ και της αντιμετώπισης της ιδιόγραφης διαθήκης τόσο ως προς το άρθρο 1 όσο και ως προς το άρθρο 3.

Ειδικότερα, η μεν πρώτη (αρθ. 1721 παρ. 1 ΑΚ ) προϋποθέτει ελλιπή χρονολογία, μη δυναμένη να συμπληρωθεί από κανένα στοιχείο, που επάγεται ακυρότητα, ενώ η δεύτερη (αρθρ. 1721 παρ. 3 ΑΚ) προϋποθέτει πλήρη μεν χρονολογία (ημέρα, μήνα και έτος), πλην όμως ψευδή ή εσφαλμένη, που δεν επάγεται αυτή και μόνη ακυρότητα, αλλά μόνο εφόσον συνδυασθεί και αποδειχθεί και ο καλυπτόμενος από αυτή αυτοτελής λόγος ακυρότητας της διαθήκης.

Στην περίπτωση της παρ. 1, επέρχεται αμέσως ακυρότητα, ενώ σε αυτή της παρ. 3 η ακυρότητα επέρχεται μόνο εάν από την ανάγνωση της διαθήκης δεν προκύπτει η ημεροχρονολογία ή δεν είναι σε κάθε περίπτωση δυνατός ο προσδιορισμός της.

Άλλωστε, σκοπός της δεύτερης από τις παραπάνω διατάξεις (1721 παρ. 3 ΑΚ) είναι η αποφυγή των ατέρμονων ερίδων ως προς την ακριβή ημερομηνία συντάξεως της ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί, λόγω της μυστικότητας με την οποία συντάσσεται.

Αν δηλαδή δεν υπήρχε η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, η οποία θέτει τροχοπέδη στους αμφισβητίες της ακρίβειας της χρονολογίας και συνεπώς της ίδιας της διαθήκης, οποιοσδήποτε που θα ήθελε να πλήξει τη διαθήκη, θα ισχυριζόταν ότι η χρονολογία της δεν είναι αυτή που αναγράφει ο ίδιος ο διαθέτης και η οποία κατέχει το τεκμήριο αληθείας, αλλά διαφορετική.

Επομένως ο αμέσως παραπάνω σκοπός είναι διαφορετικός αυτού που προαναφέρθηκε και εξυπηρετεί η διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου.

Για κάθε μία δε από τις ως άνω δύο περιπτώσεις χωρεί ιδιαίτερη αγωγή, στηριζόμενη σε ιδιαίτερη βάση.

Με βάση τα παραπάνω, στην περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας (αρθρ. 1721 παρ. 1 ΑΚ) το δικαστήριο δεν μπορεί να προσφύγει με κατ’ αναλογία εφαρμογή στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, γενομένου έτσι δεκτού, αν δηλαδή γίνει προσφυγή στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ότι μόνη η έλλειψη κάποιου στοιχείου της χρονολογίας, που δεν μπορεί να συμπληρωθεί άλλως, δεν συνεπάγεται από μόνη της ακυρότητα της διαθήκης, αν δεν διαπιστωθεί και η προς κάλυψη αυτής τυχόν υπάρχουσα άλλη ακυρότητα, καθόσον προσφυγή σε αναλογική εφαρμογή διατάξεως προϋποθέτει κενό δικαίου και ομοιότητα της αρρύθμιστης με συναφείς ρυθμισμένες περιπτώσεις.

Εάν όμως υφίσταται, ως εν προκειμένω, ρητή ρύθμιση δεν μπορεί να γίνεται λόγος ούτε για κενό ούτε για προσφυγή στη ρύθμιση παρόμοιων περιπτώσεων.

ακυρότητα διαθήκης, ακυρότητα διαθήκης, ακυρότητα διαθήκης, ακυρότητα διαθήκης, ακυρότητα διαθήκης,

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply