Ολομέλεια Αρείου Πάγου για τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε οργανισμό ευρύτερου δημόσιου τομέα – Μόνιμες και διαρκείς ανάγκες – Οι συμβάσεις θεωρούνται αορίστου χρόνου.

Το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ιδιωτικού δικαίου σε οργανισμό του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίες συνιστούν σύμβαση αορίστου χρόνου και οι εργαζόμενες αλύπτουν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες.

Εξάλλου, ανεξάρτητα από την επακολουθήσασα υπ'αριθ. 1999/70 Οδηγία της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, και η ισχύς της άρχισε σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής στις 10.7.2001,
ενσωματώθηκε δε στην Ελληνική έννομη τάξη στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003, στην
Ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων
τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου,
αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ,
25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων
ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα
με τη διάταξη αυτή "οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων
εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν
δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των
περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου".
Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή
αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη, των
τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για
τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής
διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω
κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που
καλύπτουν πραγματικά ανάγκες της υπηρεσίας πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή
απρόβλεπτες. Τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης
σχέσης, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως
εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή
αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των
δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου ή τον έχοντα ισχύ νόμου κανονισμό
χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου(ΑΕΔ3/2001, ΑΠ Ολ. 6/2001). Ενόψει
όλων των ανωτέρω, αν η πρόσληψη του προσωπικού του ΟΠΑΠ με ορισμένου χρόνου διαδοχικές
συμβάσεις μίας ημέρας σε εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του εσωτερικού
κανονισμού λειτουργίας των υπηρεσιών του έγινε προσχηματικά για την κάλυψη έκτακτων και
απρόβλεπτων αναγκών, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών,
η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος ως εργοδότη εκ μέρους των οργάνων του
γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν.2112/1920 δικαιωμάτων των
εργαζομένων που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία της
υπαλληλικής σύμβασης (με την έννοιά τους που προαναφέρθηκαν), κατά προφανή υπέρβαση από
μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός
ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος, και ως εκ τούτου είναι
καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ). Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο
στο αναιρετήριο περιεχόμενο της αγωγής τους, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη
απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, οι ενάγουσες και ήδη
αναιρεσείουσες εκθέτουν ότι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου είχαν
προσληφθεί ως καθαρίστριες από τον ΟΠΑΠ - ήδη ΟΠΑΠ Α.Ε., καθολική διάδοχο του - ότι από
την πρόσληψή τους (10-3-1991 και 01.3.1990) και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής τους
(22-1-1998) παρείχαν τις υπηρεσίες τους κατά πλήρες ωράριο εργασίας, με πενθήμερη
απασχόληση από 5.30 έως 13.30 (νόμιμο ωράριο εργασίας), καλύπτοντας μόνιμες και διαρκείς
ανάγκες του εναγομένου. Οτι η σύμβαση εργασίας τους, δεν ήταν ορισμένου χρόνου και
μάλιστα κάθε φορά μιας ημέρας όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, για τους λόγους ότι όλο το
χρονικό διάστημα της εργασιακής τους σχέσης καλύπτουν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες, όπως
άλλωστε αρμόζει στην ίδια τη φύση της εργασίας τους, και συνεχίζουν να εργάζονται στο
εναγόμενο, όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα αλλά και μέχρι σήμερα, χωρίς ποτέ να
αποχωρήσουν από την υπηρεσία τους. Οτι, οι επικαλούμενες από το εναγόμενο ως άνω
συμβάσεις άλλως παρατάσεις ορισμένου χρόνου, τις οποίες αποκρούουν ως τέτοιες, έγιναν
προς καταστρατήγηση του Ν. 2112/1920 και των νόμων που υποχρεώνουν την τήρηση των ΣΣΕ,
την καταβολή αδειών, επιδομάτων αδείας κ.λ.π., κατά προφανή υπέρβαση των αρχών της καλής
πίστης και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Άρα, όλες οι ανωτέρω
συμβάσεις, για κάθε μία ενάγουσα, συνιστούν μία σύμβαση αορίστου χρόνου. Απέκρουσαν δε,
ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, την οποία επιχείρησε ο ΟΠΑΠ και συνίστατο
σε μείωση των ήμερων εργασίας αρχικά από 5 σε 4 και στη συνέχεια από 4 σε 3, που αυτές
δεν αποδέχθηκαν. Ζήτησαν δε με την αγωγή να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Ο.Π.Α.Π. που
συνεχίζει να τις απασχολεί επί 3 ημέρες την εβδομάδα μέχρι την άσκηση της αγωγής, να
καταβάλει σ'αυτές τις διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1.10.1995 μέχρι
31.12.1997 που τις περιέκοψε, αφού παρεμπιπτόντως αναγνωρισθεί αναγκαίως ότι κατά το
ίδιο ένδικο χρονικό διάστημα των ζητούμενων διαφορών η έννομη σχέση που τις συνδέει με
τον εναγόμενο ήταν αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι σε προγενέστερο χρόνο άσκησαν κατά του
εναγομένου και την από 21.12.1995 αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι
η σύμβαση που τις συνδέει με τον αναιρεσίβλητο εργοδότη, όπως εξελίχθηκε και
λειτουργούσε καθόλη τη διάρκειά της, είναι παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.
Η ένδικη αγωγή συζητήθηκε σε πρώτο βαθμό στο Ειρηνοδικείο Αθηνών και εκδόθηκε την
27.4.1998 η υπ' αριθ. 574/1998 απόφαση που την έκρινε ως νόμιμη και βάσιμη κατ' ουσία με
βάση τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν.2112/1920, 281, 671 Α.Κ. Κατά της απόφασης
εκείνης ασκήθηκε έφεση εκ μέρους του αναιρεσίβλητου και εκδόθηκε την 3.9.2002 η υπ'αριθ.
5766/2002 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την
οποία αυτό δέχθηκε αντίστοιχο λόγο της έφεσης ως προς την νομιμότητα της ένδικης αγωγής,
κρίνοντας ότι η αγωγή δεν ήταν νομικά βάσιμη στο πλαίσιο εφαρμογής αποκλειστικά των
ίδιων ως άνω διατάξεων, γιατί "η σύναψη της ένδικης σύμβασης ως ορισμένου χρόνου
επιβάλλεται από τον κανονισμό οργανώσεως και λειτουργίας του εναγομένου που έχει ισχύ
νόμου και δεν μπορεί κατ' ακολουθία να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στην καταστρατήγηση των
δικαιωμάτων των αναιρεσειουσών - εναγουσών έστω και αν χρησιμοποιήθηκαν αυτές για την
εκτέλεση εργασίας που εξυπηρετούσε μόνιμες λειτουργικές ανάγκες του εργοδότη". Στη
συνέχεια δε, αφού δέχθηκε τον αντίστοιχο λόγο της έφεσης του αναιρεσίβλητου και
εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως νομικά
αβάσιμη, χωρίς να προσφύγει, (αφού δεν είχε κατά τα προαναφερθέντα και αντίστοιχη
δυνατότητα), στις εκ των υστέρων και μετά την κατά την 27.4.1998 έκδοση της πρωτόδικης
απόφασης θεσπιθείσες διατάξεις της υπ' αριθ. 1999/70 Οδηγίας και των παρ. 7 και 8 του
άρθρου 103 του Συντάγματος, αλλά και στις διατάξεις του Ν.2190/1994, όπως ισχύουν μετά
το Ν.2527/1997 και στην έκταση που με την θέσπιση της παρ. 7 του άρθρου 103 του
Συντάγματος απέκτησαν από τις 18.4.2001 συνταγματικό κύρος, αφού δεν προκύπτει από αυτές
η δυνατότητα ρύθμισης με αναδρομική ισχύ της ένδικης έννομης σχέσης εξικνούμενης χρονικά
κατά το αντικείμενό της το αργότερο μέχρι την 31.12.1997. Η αγωγή αυτή, σύμφωνα με όσα
εκτέθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με τα χρονικά όρια που εκτείνονται οι ένδικες αγωγικές
αξιώσεις (μέχρι της 31.12.1997), είναι νόμιμη, κατά τους ισχύοντες κατά το χρόνο
δημοσίευσης (27-4-1998) της πρωτόδικης απόφασης κανόνες δικαίου, με βάση τους οποίους
κρίνεται η ορθότητα ή μη αυτής, ήτοι του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό
με τα άρθρα 281, 671 Α.Κ. και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος. Διότι οι επίμαχες
διαδοχικές σχέσεις (λόγω μη έγκυρης κατάρτισης συμβάσεως) εργασίας των εναγουσών, είχαν
προσλάβει ήδη ενιαία κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το
αντικείμενό της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό
χαρακτηρισμό, εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του
εναγομένου, ο δε καθορισμός της ημερήσιας διάρκειάς τους εξακολουθητικά δεν
δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των
εναγουσών μισθωτών από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατά κατάχρηση του
διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας τους με βάση
τις σχετικές προβλέψεις και ρυθμίσεις του εσωτερικού κανονισμού του αναιρεσίβλητου, και
ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της 1999/70 Οδηγίας και των παραγρ. 7 και 8 του άρθρου 103
του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, παρότι η σχέση
εργασίας των αναιρεσειουσών, όπως δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσίβλητο, συνεχιζόταν
ακόμη και ήταν ενεργός κατά την προαναφερθείσα έναρξη ισχύος τους.
Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply