Δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων από Τράπεζες για ακάλυπτες ή κλεμμένες επιταγές – Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

>Για το συγκεκριμένο θέμα υπάρχει παλιότερο άρθρο που συνδέεται με τη παρούσα απόφαση.

Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 54 / 2010
(Τμήμα)

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τμήματος στην έδρα της την Τρίτη, 6.7.2010 και ώρα 10:00 όπου δόθηκε αναβολή για να κλητευθεί η αιτούσα, και την Τρίτη 13.7.2010 και ώρα 10:00, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι ………………., Αναπληρωτής Πρόεδρος, κωλυομένου του Προέδρου της Αρχής ………………, …………, αναπληρωματικό μέλος της Αρχής, ……………………, αναπληρωματικό μέλος της Αρχής, και ………………….. αναπληρωματικό μέλος της Αρχής ως εισηγητής. Στη συνεδρίαση παρέστη, με εντολή του Προέδρου,……………….., δικηγόρος (ΔΝ) – νομικός ελεγκτής, ως βοηθός εισηγητή. Επίσης, παρέστη, με εντολή του Προέδρου, και …………….., υπάλληλος του Διοικητικού – Οικονομικού Τμήματος της Αρχής, ως γραμματέας.

Η Αρχή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:

Υπεβλήθη στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα το υπ΄ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/………../14.09.2009 έγγραφο αίτημα της τράπεζας με την επωνυμία ………………δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της ……………… Με αυτό ερωτάται η Αρχή εάν και υπό ποίους όρους οι κάτωθι περιπτώσεις εμπίπτουν στην εξαίρεση του αρ. 5 παρ. 2 εδ. ε’, εφαρμοζομένου αναλογικά και του αρ. 7 παρ. 2 περ. γ’ του ν. 2472/1997: α) Η κομίστρια επιταγής (……… Τράπεζα …………….) ζητά από την αιτούσα τράπεζα (…………..) να της γνωστοποιήσει στοιχεία του υπογράφοντος νομίμου εκπροσώπου μιας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, η οποία είναι εκδότης της επιταγής και πελάτης της αιτούσας, και συγκεκριμένα διεύθυνση κατοικίας, στοιχεία αστυνομικής ταυτότητας και ΑΦΜ του νομίμου εκπροσώπου αυτής, προκειμένου να προβεί στη δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της. Πέραν αυτής της ειδικότερης περίπτωσης, πιστωτικά ιδρύματα και ιδιώτες ζητούν να τους γνωστοποιηθούν τα ως άνω στοιχεία φυσικών προσώπων που έχουν εκδώσει επιταγές οι οποίες δεν πληρώθηκαν, και β) ο εκδότης επιταγής, επικαλούμενος κλοπή του αξιογράφου, ζητά από την αιτούσα τη γνωστοποίηση των στοιχείων του προσώπου που προσεκόμισε και ενεχύρασε αυτή στην αιτούσα, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του ενώπιον των δικαστηρίων.
Μετά από εξέταση των προαναφερομένων στοιχείων, αφού άκουσε την πρόταση του εισηγητή και του βοηθού εισηγητή, και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης,
Η Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
1) Τις διατάξεις του Συντάγματος, και ιδίως εκείνες των άρθρων 5 παρ. 1, 9Α, 25 Σ,
2) Τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη εκείνες της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, καθώς και τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής,

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Σε σχέση με το πρώτο αίτημα, τα στοιχεία της διεύθυνσης κατοικίας, της αστυνομικής ταυτότητας και του φορολογικού μητρώου περιλαμβάνουν στοιχεία που αφορούν στην προσωπική και οικονομική κατάσταση των υποκειμένων και συνιστούν απλά προσωπικά δεδομένα, η δε χορήγηση αυτών από την αιτούσα τράπεζα συνιστά επεξεργασία (διαβίβαση) σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 στοιχ. α΄ και δ΄ του ν. 2472/1997 αντίστοιχα.
Προκειμένου να είναι η επεξεργασία σύννομη θα πρέπει να πληρούνται οι θεμελιώδεις επιταγές του άρθρου 4 του ν. 2472/1997. Ειδικότερα, θα πρέπει να τηρούνται οι αρχές της αναγκαιότητας, προσφορότητας και ποσοτικής ισορροπίας των δεδομένων σε σχέση με το σκοπό επεξεργασίας. Εν προκειμένω, τα ζητούμενα στοιχεία στο μέτρο που είναι απαραίτητα για την ταυτοποίηση του προσώπου και για τη δικαστική επιδίωξη της ικανοποίησης της απαίτησης συμπεριλαμβανομένης και της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι αναγκαία και πρόσφορα. Αυτό σημαίνει ότι, στην περίπτωση της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης – εκδότη της επιταγής, εάν δεν είναι δυνατό να εξευρεθούν τα ζητούμενα στοιχεία του νομίμου εκπροσώπου από δημόσιες πηγές, όπως είναι τα αντίστοιχα ΦΕΚ, ή τα στοιχεία που αναγράφονται σε αυτές τις πηγές δεν αντιστοιχούν στα πραγματικά, τότε τα ευρισκόμενα στο αρχείο της αιτούσας στοιχεία του προσώπου αυτού μπορούν να θεωρηθούν αναγκαία και πρόσφορα να ανακοινωθούν από την αιτούσα στον κομιστή (αρ. 4 παρ. 1 περ. β’ του ν. 2472/97). Παρομοίως, στην περίπτωση που τα ζητούμενα στοιχεία ανήκουν σε φυσικό πρόσωπο που είναι ο εκδότης της επιταγής, είναι αναγκαία και πρόσφορα στο μέτρο που είναι απαραίτητα για την ταυτοποίηση του προσώπου και για τη δικαστική επιδίωξη της απαίτησης συμπεριλαμβανομένης και της αναγκαστικής εκτέλεσης. Όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να ενημερώσει ατομικά το υποκείμενο βάσει του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και του άρθρου 5 της υπ’ αρ. 1/1999 Κανονιστικής Πράξης της Αρχής, πριν από κάθε ανακοίνωση. Η πρόβλεψη αυτή του νόμου αποβλέπει στο να δοθεί η δυνατότητα στο υποκείμενο να ασκήσει τα δικαιώματα πρόσβασης και αντίρρησης σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 του ανωτέρω νόμου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του ν. 2472/1997 η επεξεργασία των δεδομένων επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση και χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων, όταν συντρέχουν μια ή περισσότερες προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Εν προκειμένω, ο τρίτος, και στην περίπτωση του νομίμου εκπροσώπου της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης – εκδότη της επιταγής και στην περίπτωση που εκδότης είναι το φυσικό πρόσωπο – υποκείμενο των δεδομένων, ζητάει τα ως άνω στοιχεία για να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τη δικαστική επιδίωξη απαίτησης. Κατ’ αρχήν, η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 5 περ. ε’ μπορεί να εφαρμοστεί. Αυτός που καλείται εν πρώτοις να σταθμίσει εάν οι προϋποθέσεις αυτής της διάταξης συντρέχουν είναι καταρχήν ο υπεύθυνος επεξεργασίας, δηλαδή η αιτούσα τράπεζα, με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία που αυτός αντιμετωπίζει σε κάθε ad hoc περίπτωση, αν π.χ. ο τρίτος πρόκειται να προβεί στην άσκηση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου, στοιχείο που ρητά αναφέρει ο νόμος 2472/97 στο άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. γ’. Η τράπεζα, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, θα σταθμίσει τα έννομα αγαθά για να κρίνει εάν υπάρχει υπέρτερο έννομο συμφέρον του τρίτου που ζητά τις πληροφορίες του πελάτη της, λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά δεδομένα του πελάτη της και τυχόν άλλα νομοθετικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του, προκειμένου να αποφασίσει εάν θα χορηγήσει τις ζητούμενες πληροφορίες. Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την εφαρμογή του νόμου 2472/1997 μπορεί να απευθυνθεί στην Αρχή (αρ. 19 παρ. 1 περ. γ’).
Εν προκειμένω, ο τρίτος, ήτοι η ………… Τράπεζα στην περίπτωση του νομίμου εκπροσώπου της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης – εκδότη της επιταγής (ή τράπεζα ή ιδιώτης στην περίπτωση φυσικού προσώπου – εκδότη της επιταγής), χρειάζεται τα ως άνω στοιχεία, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τη δικαστική επιδίωξη της απαίτησής του. Στο μέτρο που τα ζητούμενα στοιχεία είναι απαραίτητα για τη δικαστική επιδίωξη της απαίτησης συμπεριλαμβανομένης και της αναγκαστικής εκτέλεσης και εφόσον, στην περίπτωση του νομίμου εκπροσώπου της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης είναι αδύνατο να εξευρεθούν τα ζητούμενα στοιχεία από δημόσιες πηγές, όπως τα αντίστοιχα ΦΕΚ, ή αυτά που αναγράφονται σε αυτές τις πηγές δεν αντιστοιχούν στα πραγματικά, τότε η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 5 περ. ε’ είναι εφαρμοστέα. Το ίδιο ισχύει επίσης, όταν στην περίπτωση που εκδότης της επιταγής είναι φυσικό πρόσωπο τα ζητούμενα στοιχεία δεν είναι γνωστά στον τρίτο δανειστή.
Σε σχέση με το δεύτερο αίτημα, εφόσον τα στοιχεία που ζητούνται είναι απαραίτητα για την ενώπιον των Δικαστηρίων άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του εκδότη της επιταγής που σχετίζονται με την κλοπή της επιταγής, τότε η αιτούσα τράπεζα μπορεί να διαβιβάσει τα στοιχεία του ενεχυραστή της επιταγής στον εκδότη αυτής υπό την προϋπόθεση ότι η κλοπή έχει δηλωθεί σε δημόσια αρχή.
Η Αρχή αποφάσισε κατά πλειοψηφία (τρία προς ένα).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Αρχή αποφαίνεται:

α) Ότι η χορήγηση των ζητούμενων προσωπικών δεδομένων του νομίμου εκπροσώπου της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης – εκδότη της επιταγής ή του φυσικού προσώπου που έχει εκδώσει την επιταγή, από το αρχείο της τράπεζας με την επωνυμία ………….., ήτοι στοιχεία διεύθυνσης κατοικίας, αριθμός δελτίου ταυτότητας και αριθμός φορολογικού μητρώου, στο μέτρο που είναι πράγματι απαραίτητα για την ταυτοποίηση του προσώπου και κατά συνέπεια για την εξασφάλιση της δικαστικής επιδίωξης της ικανοποίησης της απαίτησης συμπεριλαμβανομένης και της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνάδει με το νόμο 2472/1997.

β) Ότι, εφόσον τα στοιχεία που ζητούνται, ήτοι διεύθυνση κατοικίας, αριθμός δελτίου ταυτότητας και αριθμός φορολογικού μητρώου, είναι απαραίτητα για την ενώπιον των Δικαστηρίων άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του εκδότη της επιταγής που σχετίζονται με την κλοπή της επιταγής, τότε η αιτούσα τράπεζα μπορεί σύμφωνα με το νόμο 2472/1997 να διαβιβάσει τα στοιχεία του ενεχυραστή της επιταγής στον εκδότη αυτής υπό την προϋπόθεση ότι η κλοπή έχει δηλωθεί σε δημόσια αρχή.

Αν σας φάνηκε χρήσιμο, μπορείτε να το μοιραστείτε:
Facebook Twitter Email

Related Posts

Leave A Reply