Σύγκρουση προγενέστερης με μεταγενέστερη διαθήκη του ίδιου θανόντος – Ερμηνεία διαθήκης – Ποια υπερισχύει;
Ύπαρξη δύο διαθηκών
Ύπαρξη δύο διαθηκών – Ποια υπερισχύει; Αυτό είναι ένα σύνηθες ερώτημα σε αρκετές περιπτώσεις το τελευταίο διάστημα, όπου εμφανίζονται 2 ή περισσότερες διαθήκες συνήθως ιδιόχειρες με αντιφατικό περιεχόμενο στη βούληση του διαθέτη, με αποτέλεσμα οι κληρονόμοι να αναζητούν τη πραγματική βούληση του θανόντος με σκοπό να επωφεληθούν από την κληρονομιά
Βέβαια η διαδικασία αυτή έχει ένα νόημα για τον κληρονόμο, όταν το αντικείμενο της κληρονομιάς είναι ιδιαίτερα μεγάλο και δεν υπάρχουν χρέη σε αυτή. Διότι τα τελευταία χρόνια το σύνηθες είναι η αποποίηση της κληρονομιάς και όχι η αποδοχή της ή η διαδικασία ανάλυσης της τελευταίας βούλησης του διαθέτη σε 2 ή περισσότερες διαθήκες.
Πως ανακαλείται μια προγενέστερη διαθήκη;
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1769 και 1764 ΑΚ προκύπτει ότι κάθε διαθήκη ανακαλείται και με σχετική δήλωση του διαθέτη σε μεταγενέστερη διαθήκη του περί μερικής ή ολικής ανάκλησης, είτε με δήλωσή του που γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων και με τις λοιπές διατυπώσεις των συμβολαιογραφικών εγγράφων, είτε με μεταγενέστερη διαθήκη του ίδιου, της οποίας το περιεχόμενο εναντιώνεται προς το περιεχόμενο της προηγούμενης διαθήκης η οποία παραμένει ισχυρή κατά τις διατάξεις της που δε συγκρούονται με τις διατάξεις της νεώτερης διαθήκης.
Είναι δυνατόν να ισχύουν ταυτόχρονα και οι 2 διαθήκες;
Έτσι, εφόσον η εναντίωση δεν είναι ολοκληρωτική, οι δύο διαθήκες ισχύουν παραλλήλως, ως ενιαία διαθήκη αφού αλληλοσυμπληρώνονται.
Προβλέπεται σιωπηρή ανάκληση προγενέστερης διαθήκης και πως;
Η ανάκληση της διαθήκης με τη μεταγενέστερη διαθήκη μπορεί να γίνει και σιωπηρώς, χωρίς δηλαδή τη χρήση πανηγυρικών εκφράσεων περί ανάκλησης της προηγούμενης, όταν το περιεχόμενο της νέας δε συμβιβάζεται ολικώς ή μερικώς με το αντίστοιχο της προηγούμενης, όπως όταν τα ίδια περιουσιακά στοιχεία καταλείπονται σε διαφορετικό πρόσωπο με κάθε μια των διαθηκών.
Πως το δικαστήριο ερμηνεύει το περιεχόμενο της κάθε διαθήκης;
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ κατά την ερμηνεία της διαθήκης αναζητείται μόνον η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ που αναφέρονται σε συμβάσεις και όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες. Σκοπείται δηλαδή η ανεύρεση της υποκειμενικής άποψης του διαθέτη χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια υπό την οποία θα αντιλαμβανόταν τη βούλησή του οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη.
Τι γίνεται σε περίπτωση που κατά την ερμηνεία υπάρχει διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας περί της πραγματικής βούλησης του θανόντος;
Εμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως προκύπτει όταν, παρά τη ρητή διαβεβαίωση περί της ανυπαρξίας τους, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της, από την οποία αποκαλύπτεται ότι αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία σχετικά με την έννοια της δήλωσης βουλήσεως λόγω των οποίων δημιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως.
Πως προκύπτει ότι υπήρξε αμφιβολία ως προς την ερμηνεία της βούλησης του θανόντος;
Η έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι το δικαστήριο για την αληθινή έννοια της δήλωσης βούλησης έλαβε υπόψη του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το κείμενο της διαθήκης ή χρησιμοποιεί προς τούτο επιχειρήματα. Είναι αυτονόητο ότι η σημασία της ερμηνείας είναι καθοριστική στις περιπτώσεις των ιδιογράφων ή μυστικών διαθηκών, αφού στις δημόσιες διαθήκες ο συμβολαιογράφος φροντίζει ώστε η βούληση του διαθέτη να αποτυπωθεί στη διαθήκη με σαφήνεια και με ορθή νομική φρασεολογία.
Ποια στοιχεία εκτός κειμένου διαθήκης δύναται να αξιολογήσει το δικαστήριο για την ερμηνεία της διαθήκης;
Σχετικά πρέπει να ληφθούν υπόψη η εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη, το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές συνήθειές του, η πνευματική και κοινωνική του ανάπτυξη, η παιδεία του κλπ, ενώ συγχωρείται η αναζήτηση ακόμη και της εικαζόμενης βούλησής του. Η αναζητούμενη, με την ερμηνεία, αληθινή βούληση του διαθέτη θα πρέπει να βρίσκει κάποιο, έστω και έμμεσο, στήριγμα στο ίδιο το κείμενο της διαθήκης, γιατί αλλιώς θα παραβιάζονταν οι διατάξεις για τον τύπο των διαθηκών, ενώ θα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να αλλοιωθεί πλήρως η βούληση του διαθέτη με τη βοήθεια ψευδομαρτύρων. Με την παραπάνω προϋπόθεση, επιτρέπεται κατά την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη η προσφυγή και σε όλα τα προσιτά γεγονότα ή στοιχεία που βρίσκονται έξω από τη διαθήκη, λ. χ. έγγραφα, συνομιλίες ή άλλες εκδηλώσεις του διαθέτη, οι σχέσεις του με ορισμένα πρόσωπα κλπ, χωρίς να χρειάζεται να αναφέρονται, έστω και υπαινικτικά, στο κείμενο της διαθήκης.
Πως ακυρώνεται τελικά η διαθήκη ; – Διαβάστε περισσότερες πληροφορίες για την ακύρωση διαθήκης ΕΔΩ
Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι μπορεί να εγερθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης έννομης σχέσης η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον.
Διαβάστε επίσης:
2.Κληρονομικό δικαίωμα ή Χρησικτησία; Ποιο τελικά υπερτερεί;
3. Κληρονομιά Χωρίς διαθήκη — Οι δικαιούχοι και τα ποσοστά τους
4. Διαθήκη και κληρονομητήριο με το νέο νόμο