ΜΠρ.Αθ: Εργαζόμενοι – Ρήτρες μη ανταγωνισμού και ποινικές ρήτρες μετά την αποχώρησή τους – καταδίκη εργαζομένου για παραβίαση της ρήτρας μη ανταγωνισμού
Ρήτρες μη ανταγωνισμού και ποινικές ρήτρες – ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΡΗΤΡΑΣ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΡΗΤΡΑΣ ΠΟΥ ΣΥΜΦΩΝΗΘΗΚΕ.
Πολλοί εργαζόμενοι επιχειρήσεων, ιδιαίτερα αυτοί που έχουν κάποια εξειδίκευση στις προσφερόμενες υπηρεσίες τους, υποχρεώνονται από τους εργοδότες τους να υπογράψουν παράλληλα με τις συμβάσεις εργασίας τους και ιδιωτικά συμφωνητικά μη ανταγωνισμού με ρήτρες εχεμύθειας.
Το γεγονός αυτό εκ πρώτης όψεως δεν αποτελεί κάτι το νομικά μεμπτό, ωστόσο, πίσω από τον μανδύα της εχεμύθειας και του μη ανταγωνισμού, συνήθως κρύβονται και ποινικές ρήτρες με υψηλά ποσά ποινών αλλά και εκτεταμένους χρονικούς και επαγγελματικούς περιορισμούς των εργαζομένων μετά την αποχώρησή τους από τον συγκεκριμένο εργοδότη τους.
Το ζήτημα των χρονικών περιορισμών των εργαζομένων όσον αφορά την απασχόλησή τους μετά την αποχώρηση από την εργασία τους σε ανταγωνιστικές εταιρίες σε σχέση με τον πρώην εργοδότη τους, καθώς επίσης και οι ποινικές ρήτρες π τέθηκαν σε περίπτωση παραβίασης αυτού του περιορισμού του εργαζομένου απασχόλησαν και το Μον.Πρωτ. Αθηνών.
Στην συγκεκριμένη υπόθεση η εργοδότρια εταιρία δραστηριοποιούνταν στον τομέα της ανάληψης και υλοποίησης μεγάλων έργων πληροφορικής, μέσω διεθνών δημόσιων διαγωνισμών, και ότι μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν ευρύ κύκλο πελατών και να εδραιωθεί στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά.
Ότι προσέλαβε ένα εργαζόμενο ως Σύμβουλο Πληροφορικής και ότι στο προσαρτημένο στην άνω σύμβαση Παράρτημα συμφωνήθηκε και ρήτρα εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού, με την οποία, μεταξύ άλλων, ορίστηκε ότι για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από την λήξη της απασχόλησής του σ αυτήν (ενάγουσα) ο εναγόμενος δεν θα ασκούσε ανταγωνιστική δραστηριότητα προς την εργοδότρια, ούτε θα προσέφερε τις υπηρεσίες του σε ανταγωνιστή της εργοδότριας που παρέχει υπηρεσίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή και τους άλλους πελάτες της εταιρίας, ούτε θα προσέλκυε ως πελάτη του ή πελάτη άλλης επιχείρησης πελάτη της εργοδότριας, ούτε, τέλος, θα αποσπούσε προς πρόσληψη δικής του δραστηριότητας ή δραστηριότητας τρίτης επιχείρησης εργαζομένους της εργοδότριας.
Μάλιστα, στο συγκεκριμένο ως άνω παράρτημα με ρήτρα εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού συμφωνήθηκε ότι για την περίπτωση αθέτησης εκ μέρους του εναγομένου των ως άνω εκ της ρήτρας υποχρεώσεών του συμφωνήθηκε ποινική ρήτρα ισόποση με τις μεικτές αποδοχές του των τελευταίων έξι (6) μηνών της απασχόλησής του σ αυτήν.
Λόγω της εργασίας του ο εργαζόμενος είχε αποκτήσει εξειδικευμένη τεχνογνωσία και πλούσια εμπειρία αναφορικά με τα προϊόντα και τις τεχνολογίες της εταιρίας, καθώς και τη μεθοδολογία και την εμπορική πολιτική που η εταιρία εφαρμόζει προκειμένου να συμμετέχει στους διεθνείς οργανισμούς με αξιώσεις πιθανής αναδόχου για την υλοποίηση των έργων διεθνών φορέων ανά τον κόσμο, ενώ επιπλέον είχε πρόσβαση στις απόρρητες και εμπιστευτικές πληροφορίες που σχετίζονταν με τις μεθόδους εργασίας της εταιρίας, την τιμολογιακή της πολιτική, την πελατεία της κ.λπ.
Η εργοδότρια εταιρία μετά την παραίτηση του εργαζομένου διαπίστωσε ότι η ρήτρα εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού παραβιάστηκε από τον εργαζόμενο, όταν προσελήφθη από ανταγωνίστρια εταιρία που δραστηριοποιούνταν στο τομέα της πληροφορικής στην ίδια μάλιστα αγορά προϊόντων και υπηρεσιών και απευθύνεται στον ίδιο κύκλο πελατών διεθνώς και στην οποία ο εργαζόμενος ανέλαβε την ίδια ακριβώς θέση εργασίας, την οποία κατείχε κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του σ αυτήν, δυνάμενος έτσι να παρέχει στην ως άνω ανταγωνίστρια εταιρία άκρως εμπιστευτικές και απόρρητες πληροφορίες σχετικά με τα επαγγελματικά μυστικά της εταιρίας.
Η ως άνω εργοδότρια εταιρία ενημέρωσε εγγράφως τον εργαζόμενο ότι η πρόσληψή του αυτή αποτελεί παραβίαση της ρήτρας εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού και ζήτησε από τον πρωην εργαζόμενό της την καταβολή της ποινικής ρήτρας ποσού ……. ευρώ, όσο δηλαδή οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του κατά τους τελευταίους έξι (6) μήνες απασχόλησής του σ αυτήν.
Ο πρώην εργαζόμενός της δεν ανταποκρίθηκε και έτσι το ζήτημα έφτασε να κριθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ – Η ΚΑΤΗΓΟΡΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΘΕΜΙΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο νόμο περί αθέμιτου ανταγωνισμού, πράξης αντίθετης στα χρηστά ήθη, προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι,
- Μία πράξη η οποία γίνεται στα πλαίσια των εμπορικών, βιομηχανικών ή γεωργικών συναλλαγών,
- Η πράξη αυτή να γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και,
- Η πράξη αυτή να αντίκειται στα χρηστά ήθη.
Πότε μια πράξη γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού κατά τη νομολογία;
Γίνεται δεκτό ότι ένας επαγγελματίας λειτουργεί ανταγωνιστικά όχι μόνον όταν ενεργεί με πρόθεση να διευρύνει τη δική του πελατεία, αλλά και όταν ενεργεί με πρόθεση να διευρύνει την πελατεία ενός τρίτου.
Επίσης, γίνεται δεκτό ότι η πρόθεση ανταγωνισμού δεν είναι αναγκαίο να αποτελεί και τον αποκλειστικό σκοπό τέλεσης μίας πράξης.
Πότε μια ενέργεια ενός πρώην εργαζομένου αποτελεί πράξη ανταγωνισμού;
Η ενεργεία που γίνεται για την επίτευξη του ανταγωνιστικού σκοπού αποτελεί την «πράξη ανταγωνισμού». Η τελευταία προϋποθέτει την ύπαρξη «σχέσης ανταγωνισμού». Πρόκειται για την κατάσταση έντασης που υφίσταται μεταξύ δύο τουλάχιστον ανταγωνιζομένων, οι οποίοι επιδιώκουν να προτιμηθούν τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες τους από έναν πελάτη.
Ποια είναι η ουσιώδης προϋπόθεση για να υπάρξει σχέση ανταγωνισμού;
Ουσιώδης προϋπόθεση δηλαδή για να υπάρχει σχέση ανταγωνισμού είναι η ύπαρξη του αυτού κύκλου πελατών.
Πότε μια ενέργεια ενός πρώην εργαζομένου προσβάλλει τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη;
Αντίθεση της πράξης στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν αυτή προσκρούει στο αίσθημα και στην αντίληψη κάθε ορθά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου, μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο εκδηλώνεται η αθέμιτη πράξη, δηλαδή όταν χρησιμοποιούνται τρόποι και μέσα αντίθετα προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών.
Πότε μια ενέργεια ενός πρώην εργαζομένου προσβάλλει τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη και αποτελεί αθέμιτη πράξη κατά το νόμο;
Η παράβαση συμβατικών δεσμεύσεων, ενόψει ανταγωνιστικών σκοπών, δεν είναι χωρίς άλλο αθέμιτη. Για να χαρακτηρισθεί αθέμιτη, πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις που να στοιχειοθετούν τον αθέμιτο χαρακτήρα της συμβατικής παράβασης.
Η απόσπαση πελατείας, που αποτελεί πολύτιμο αγαθό της επιχείρησης, και η εκμετάλλευση ξένης φήμης και οργάνωσης μπορεί, με τη συνδρομή ειδικών συνθηκών, να είναι αθέμιτες
(βλ. Α.Π. 613/2009 «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 1123/2002 ΕλλΔνη 45, 85, Α.Π. 79/2001 ΕλλΔνη 42, 904, Εφ.Αθ. 5131/2011 ΔΕΕ 2012, 24, Εφ.Αθ. 969/2011 ΔΕΕ 2011, 789, Εφ.Αθ. 193/2009 ΔΕΕ 2010, 554, Εφ.Αθ. 3594/2608 ΔΕΕ 2009, 50, Τσιμπανούλης, σε: Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Νικ. Ρόκα, άρθρο 1, Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, έκδ. 1986, Μιχ.-Θεόδ. Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Καραβά-Δελούκα, ΝοΒ 10, επ., Αλεξανδρίδου, Αθέμιτος Ανταγωνισμός και προστασία του καταναλωτή, 1978, ρήτρες μη ανταγωνισμού).
Τι ισχύει για την υποχρέωση πίστης του εργαζομένου στις ρήτρες μη ανταγωνισμού;
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 652 Α.Κ., ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση πίστης, η οποία αποτελεί εξειδίκευση του γενικού κανόνα της καλής πίστης (άρθρο 288 Α.Κ.) και καλύπτει και τις παρεπόμενες υποχρεώσεις, που απορρέουν από την όλη δομή της εργασιακής σχέσης. Η υποχρέωση πίστης αποτελεί υποχρέωση του εργαζόμενου να αποφεύγει κάθε βλαπτική ενέργεια σε βάρος του εργοδότη (αρνητικός ορισμός-ρήτρες μη ανταγωνισμού), επιβάλλει επιμελή και καλόπιστη εκπλήρωση της σύμβασης εργασίας και περιλαμβάνει δέσμη επί μέρους υποχρεώσεων, που ποικίλλουν αναλόγως του αντικειμένου της σύμβασης εργασίας.
Ποιές είναι οι επιμέρους ειδικές υποχρεώσεις του εργαζομένου στα πλαίσια του νόμου για τις ρήτρες μη ανταγωνισμού;
Τέτοιες ειδικότερες υποχρεώσεις είναι κυρίως
- η υποχρέωση εχεμύθειας,
- η υποχρέωση μη παράλληλης απασχόλησης σε άλλον εργοδότη και η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού. Ειδικότερα δε, υποχρεούται να μην προβαίνει σε ενέργειες που φέρουν χαρακτήρα αθέμιτου ανταγωνισμού κατά του εργοδότη, όπως είναι και η για δικό του λογαριασμό, εν αγνοία του εργοδότη, άσκηση εμπορικών εργασιών όμοιων με τις εργασίες της επιχείρησης όπου εργάζεται, γιατί ισχύει και εδώ η διάταξη του άρθρου 1 εδ. ια του ν. 146/1914.
Η υποχρέωση μη ανταγωνισμού μπορεί να γίνει αντικείμενο ποινικής ρήτρας; Ως ρήτρα είναι έγκυρη;
Η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού μπορεί να γίνει και αντικείμενο ρητού όρου (: κοινώς, ρήτρα) της εργασιακής σχέσης. Η ρήτρα αυτή θεωρείται καταρχήν έγκυρη.
Πότε μια τέτοια ρήτρα δεν είναι έγκυρη;
Όταν όμως περιορίζει τη μελλοντική επαγγελματική δραστηριότητα του εργαζομένου, το κύρος της ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού εξαρτάται :
Α) από τη διάρκεια της ισχύος της,
Β) την έκτασή της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύτηκε, και
Γ) την παροχή από τον εργοδότη ανάλογης αντιπαροχής προς τη συμβατική δέσμευση του εργαζομένου.
Τι μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ως προς την απαγόρευση ανταγωνιστικής πράξης;
Με την έννοια αυτή, μπορεί να συμφωνηθεί ότι απαγορεύεται η ανταγωνιστική δραστηριότητα του εργαζομένου είτε με τη μορφή ανταγωνιστικών πράξεων από αυτόν, είτε με τη μορφή της πρόσληψής του σε άλλον ανταγωνιστή εργοδότη, είτε με τη μορφή της άσκησης από αυτόν όμοιας, ανταγωνιστικής δραστηριότητας προς εκείνη του πρώην εργοδότη του.
Τι ισχύει εάν η ρήτρα δεσμεύει την ελευθερία του εργαζομένου για ανεύρεση εργασίας στο μέλλον;
Πάντως, οι όροι της σύμβασης εργασίας (απαγόρευση μελλοντικού ανταγωνισμού, μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας – ρήτρες μη ανταγωνισμού) είναι έγκυροι και δεσμευτικοί για τον εργαζόμενο εάν και εφόσον, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης, αφενός δεν καταλύουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της εργασίας και το εξίσου κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής ή επαγγελματικής δράσης του εργαζομένου, αφετέρου δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 Α.Κ., δηλαδή δεν περιέχουν υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του εργαζομένου και δεν αντίκεινται γενικώς στα χρηστά ήθη. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, στην περίπτωση αυτή, κρίνεται από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, ενόψει και του συνόλου των περιστάσεων, που τη συνοδεύουν. Η κρίση για το εάν η συγκεκριμένη κάθε φορά ρήτρα συνιστά υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας του εργαζομένου εναπόκειται στο δικαστή, ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες, θα αξιολογήσει και θα σταθμίσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα των μερών.
Ποια είναι τα κριτήρια που αξιολογεί το δικαστήριο για τη στάθμιση των συμφερόντων εργοδότη – εργαζομένου στη ρήτρα μη ανταγωνισμού;
Κριτήρια που θα ληφθούν υπόψη είναι:
α) η χρονική διάρκεια και ο τοπικός χαρακτήρας της απαγόρευσης,
β) το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και
γ) η ύπαρξη δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη (βλ. Α.Π. 1285/1984 ΕΕργΔ 1985, 575 επ., Χριστοφορίδη, ό.π. ρήτρες μη ανταγωνισμού).
Πότε η ύπαρξη οικονομικού οφέλους για τον εργαζόμενο (πχ αυξημένος μισθός για θέση ευθύνης) συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την εγκυρότητα στις σχετικές ρήτρες μη ανταγωνισμού;
Ειδικότερα, η ύπαρξη ειδικού οικονομικού ανταλλάγματος δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής ρήτρας, αλλά συνεκτιμάται ως κριτήριο τότε μόνο, όταν κρίνεται ότι οι λοιποί όροι της δέσμευσης, δηλαδή η χρονική διάρκεια, η χωρική έκταση και το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτουν στην ιδιωτική αυτονομία τα χρηστά ήθη (Δ. Ζερδελής, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, Αθήνα, 1999, I. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, 1995, ρήτρες μη ανταγωνισμού).
Η 2ετής απαγόρευση ανταγωνισμού από τον εργαζόμενο χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα είναι έγκυρη;
Έτσι, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι δεν είναι άκυρη η απαγόρευση πράξεων ανταγωνισμού για χρονικό διάστημα δύο ετών μετά τη λύση της σύμβασης, ακόμη και χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα (Α.Π. 1285/1984 ΕΕργΔ 1985, 575, Α.Π. 1192/1992 ΔΕΝ 1993, 85).
Το σκεπτικό του δικαστηρίου ως προς την εγκυρότητα για τις ρήτρες μη ανταγωνισμού και τα κριτήρια που συνεκτίμησε.
Εφαρμόζοντας τα κριτήρια της χρονικής και χωρικής έκτασης της ρήτρας, σε συνδυασμό με το είδος της απαγορευόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και το δικαιολογημένο συμφέρον της εργοδότριας, καθίσταται σαφές το γεγονός ότι δεν πρόκειται για γενική και αόριστη ρήτρα περί μη ανταγωνισμού, αλλά για πολύ στενά ορισμένη και συγκεκριμένη, με την οποία περιορίζονται στο μέγιστο βαθμό οι επιχειρήσεις που θεωρούνται ανταγωνιστικές στο πλαίσιο της ρήτρας αυτής και οι ανταγωνιστικές πράξεις που απαγορεύονται στον εναγόμενο.
Όσον αφορά δε τους ειδικότερους όρους της σύμβασης:
α) Η χρονική διάρκεια του ενός έτους αποτελεί τη μικρότερη δυνατή δέσμευση σε χρονικό επίπεδο, η οποία συνομολογείται κατά συναλλακτική πρακτική, είναι δε εύλογη και απόλυτα θεμιτή.
β) Όσον αφορά το χωρικό περιορισμό, η εγκυρότητα της σχετικής απαγόρευσης κρίνεται κατά περίπτωση, με βάση το αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη. Συνεπώς, στην περίπτωση της επιχειρηματικής ανάπτυξης της ενάγουσας είναι θεμιτός και απαραίτητος ο ορισμός του συνόλου της ελληνικής επικράτειας ως της έκτασης ισχύος της απαγόρευσης, καθώς η ενάγουσα, οι ανταγωνίστριές της, αλλά και οι πελάτες της, λόγω της φύσεως του σκοπού και των εργασιών τους, δραστηριοποιούνται στο σύνολο της επικράτειας.
γ) Αναφορικά με την έκταση του περιορισμού της επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου, είναι προφανές ότι δεν συνίσταται σε αποκλεισμό του εργαζομένου από την αγορά εργασίας που να οδηγεί σε πλήρη αδυναμία απασχόλησής του. Ο περιορισμός αυτός αφορά κατά ρητό όρο της σύμβασης μόνο στις εταιρίες που παράγουν και εμπορεύονται προϊόντα λογισμικού και που ταυτόχρονα αναλαμβάνουν έργα πληροφορικής μέσω διεθνών μειοδοτικών διαγωνισμών, έχοντας συγχρόνως ως πελάτες τους την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή άλλα Ευρωπαϊκά Θεσμικά Όργανα. Τέτοιες υφίστανται ελάχιστες στην Ελλάδα, οι οποίες είναι μεταξύ τους ανταγωνίστριες εταιρίες, με πολλαπλώς αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, μεταξύ των οποίων και το συμφέρον διερεύνησης των απορρήτων της κάθε επιχείρησης. Συνεπώς είναι άκρως περιορισμένος και συγκεκριμένος ο αριθμός των εταιριών που συνιστούν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια αυτού του όρου. Ο εναγόμενος, πέρα από το γεγονός ότι ήταν ελεύθερος να παράσχει τις υπηρεσίες του σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε οποιονδήποτε άλλο κλάδο της πληροφορικής ο οποίος δεν σχετίζεται με την ανάληψη και υλοποίηση έργων πληροφορικής μέσω διεθνών δημόσιων διαγωνισμών, θα μπορούσε ακόμα να εργαστεί και σε αυτόν τον τομέα της πληροφορικής σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή σε άλλους πελάτες της ενάγουσας εταιρίας. Δεν πληρούται, συνεπώς, και σε αυτήν την περίπτωση, το υπέρμετρο της δέσμευσης του δικαιώματος του εναγομένου στην εργασία.
δ) Υπάρχει άμεσο, σαφές και δικαιολογημένο συμφέρον της ενάγουσας για την επιβολή της ως άνω ρήτρας. Ο ως άνω περιορισμός δικαιολογείται απολύτως από την νευραλγικής φύσεως θέση στην οποία είχε τοποθετηθεί και απασχολείτο ο εναγόμενος, ο οποίος υπαγόταν στο Τμήμα …….. της ενάγουσας και ήταν υπεύθυνος για την παρακολούθηση όλων των διαγωνισμών που προκηρύσσονταν σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο, στην καταγραφή των διαγωνισμών που ενδιέφεραν την ενάγουσα εταιρία, την ενημέρωση των στελεχών της εταιρίας, αλλά και την προετοιμασία και υποβολή των προτάσεων-προσφορών της εταιρίας προς τους υποψήφιους πελάτες της στους δημόσιους διαγωνισμούς. Λόγω δε του ανωτέρω αντικειμένου της εργασίας του, ο εναγόμενος είχε γίνει κοινωνός των απόρρητων στοιχείων και των εμπιστευτικών δεδομένων της ενάγουσας εταιρίας αναφορικά με την εμπορική και αναπτυξιακή της πολιτική και την στρατηγική της έναντι των ανταγωνιστριών της εταιριών. Κατά συνέπεια, ευλόγως η ενάγουσα, ενόψει του κινδύνου να απολέσει μελλοντικώς την αποτελεσματικότητα των μυστικών της, θέσπισε από κοινού με τον εναγόμενο μία, συνήθη στις συναλλαγές, δικλίδα ασφαλείας, απορρέουσα, σε κάθε περίπτωση, από την υποχρέωση πίστης του εναγομένου προς το νομικό της πρόσωπο.
Η έλλειψη ειδικού οικονομικού ανταλλάγματος για τις ανωτέρω συμβατικές δεσμεύσεις του εναγομένου δεν ασκεί έννομη επιρροή στην εγκυρότητα της επίμαχης ρήτρας(ρήτρες μη ανταγωνισμού), δεδομένου ότι οι λοιποί όροι της δέσμευσης, δηλαδή η χρονική διάρκεια, η χωρική έκταση και το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, δεν υπερβαίνουν εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, τα ακραία όρια που θέτουν στην ιδιωτική αυτονομία τα χρηστά ήθη.
Επομένως η ένδικη ρήτρα(ρήτρες μη ανταγωνισμού) είναι έγκυρη και ισχυρή, παρά τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο εναγόμενος και, ως εκ τούτου, η σχετική νόμιμη ένσταση που προβάλλει αυτός περί ακυρότητας της εν λόγω ρήτρας, λόγω αντίθεσής της στις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 Α.Κ., τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Συνεπώς, η άσκηση του ένδικου δικαιώματος της ενάγουσας για αξίωση από τον εναγόμενο της συνομολογηθείσας ποινικής ρήτρας, ως ποινής για την διενέργεια εκ μέρους του τελευταίου των ως άνω ανταγωνιστικών πράξεων οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο τα προαναφερόμενα συμφέροντά της, συντελείται εντός των ορίων της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και προς επίτευξη του κοινωνικοοικονομικού σκοπού για τον οποίο αυτό θεσπίσθηκε, αποτελώντας πρόσφορο μέτρο για την επιδίωξη του σκοπού αυτού.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ……ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της κοινοποίησης σ αυτόν της ως άνω από …………… εξώδικης δήλωσης της ενάγουσας, ήτοι από ………..