Προστασία Εμπορικού Σήματος – Απομίμηση και σύγχυση καταναλωτικού κοινού
Προστασία εμπορικού σήματος.
Τι θεωρείται σήμα;
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4 παρ. 1 εδ. α`, β` και γ`, 18 παρ. 1, 3 και 26 του Ν 2239/1994 “περί σημάτων”, οι οποίες εφαρμόζονται κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 330 παρ 2 ν.4072/2012 “Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέα εταιρική μορφή – Σήματα – Μεσίτες Ακινήτων – Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις” και ερμηνεύονται σύμφωνα με την 89/104/ΕΟΚ/21.12.1980 πρώτη οδηγία, συνάγονται τα εξής:
α) Σήμα θεωρείται κάθε σημείο, επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, τέτοιο δε σημείο είναι και η απεικόνιση του σχήματος ή της συσκευασίας του προϊόντος, ιδίως όταν πρόκειται για εντελώς πρωτότυπη και ιδιόμορφη συσκευασία ή σχήμα,
Ποια τα δικαιώματα του δικαιούχου σήματος;
β) Με την καταχώρηση του σήματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρθρα 6 επ. του ίδιου νόμου, παρέχεται στον καταθέτη το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του σήματος στα προϊόντα ή εμπορεύματα, για την διάκριση των οποίων αυτό προορίζεται, και συγκεκριμένα παρέχεται σε αυτόν το δικαίωμα, να επιθέτει το σήμα στα προϊόντα, ή εμπορεύματα, τα οποία προορίζεται να διακρίνει, να χαρακτηρίζει τις παρεχόμενες υπηρεσίες, να επιθέτει αυτό στα περικαλύμματα και στις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στις αγγελίες, στις κάθε είδους διαφημίσεις, ως και σε άλλο έντυπο υλικό και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά, ή οπτικοακουστικά μέσα, ενώ όποιος χρησιμοποιεί ή παραποιεί ή απομιμείται σήμα, που ανήκει σε άλλο, για διάκριση όμοιων ή παρόμοιων προϊόντων ή εμπορευμάτων, μπορεί να εναχθεί για παράλειψη ή αποζημίωση ή και για τα δύο. Δεδομένου του απολύτου χαρακτήρα του δικαιώματος, κάθε προσβολή είναι κατ` αρχήν παράνομη, διότι περιέχει εναντίωση στην αποκλειστική εξουσία που παρέχει το δικαίωμα στο δικαιούχο, ώστε δεν ερευνάται περαιτέρω η τυχόν ύπαρξη πταίσματος του τρίτου.
Πότε υπάρχει παραποίηση σήματος;
γ) Παραποίηση του σήματος συνιστά η ακριβής ή κατά τα κύρια αυτού μέρη αντιγραφή ή αναπαράστασή του, ενώ απομίμηση αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγιση προς το ξένο σήμα, η οποία, όμως, λόγω οπτικής ή και ηχητικής εντύπωσης, που προκαλεί η όλη παράσταση, και ανεξάρτητα από τις επί μέρους ομοιότητες και διαφορές των δύο σημάτων, είναι δυνατόν να προκαλέσει στο το κοινό, με λήψη υπόψη ως μέτρου του άπειρου μέσου ατόμου και όχι του εξειδικευμένου χρήστη, σύγχυση υπό την έννοια της θεώρησης, εκ πλάνης, του προϊόντος, στο οποίο χρησιμοποιείται, ως προερχομένου από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος ή από επιχείρηση διάφορη μεν, σχετιζόμενη όμως οργανικώς, προς την επιχείρηση του δικαιούχου, κατά την παραγωγή ή τη διάθεση του προϊόντος (ΑΠ 1227/2008, ΑΠ 1604/2003, 330/2007, ΑΠ 1131/1995).
Τι ισχύει για τα σύνθετα σήματα;
Στην περίπτωση σύνθετου σήματος, αποτελουμένου από λέξεις, σχηματικές απεικονίσεις και χρωματισμούς, κρίσιμη για τη συναγωγή συμπεράσματος περί ύπαρξης ή μη απομίμησής του, είναι η συνολική εντύπωση που προκαλεί το καθένα από τα παραβαλλόμενα, στο μέσο, μη έμπειρο, άτομο του καταναλωτικού κοινού. Σε ένα τέτοιο σύνθετο σήμα ιδιαίτερη σημασία για το σχηματισμό συνολικής εντύπωσης έχει το λεκτικό μέρος του σήματος, χωρίς όμως να αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίσιμο να είναι το εικαστικό μέρος, ιδιαιτέρως όταν το καταναλωτικό κοινό συνδέει τη σχηματική απεικόνιση με την επιχείρηση και η απεικόνιση έχει καθιερωθεί στις συναλλαγές ως διακριτικό γνώρισμα. Όσο δε μεγαλύτερος είναι ο βαθμός καθιέρωσης μιας ένδειξης στις συναλλαγές, τόσο μεγαλύτερη διακριτική δύναμη διαθέτει και επομένως οι προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό της παραποίησης ή απομίμησης πρέπει να είναι αυστηρότερες (ΑΠ 1227/2008).
Πόσο χρονικό διάστημα διαρκεί η προστασία;
Επίσης, από τις άνω διατάξεις και αυτές των άρθρων 6, 8, 14 και 15 του άνω Ν. 2239/1994 προκύπτει ότι, εκείνος που κατέθεσε νόμιμα σήμα και το σήμα αυτό έγινε δεκτό με αμετάκλητη απόφαση του αρμόδιου οργάνου, αποκτά, μέχρις ότου τούτο διαγραφεί κατά τη νόμιμη διαδικασία, το αποκλειστικό δικαίωμα να το χρησιμοποιεί, από την ημέρα που υπέβαλε τη σχετική δήλωση (ΑΠ 1604/2003, ΑΠ 1131/1995).
Περιπτώσεις προσβολής προγενέστερου σήματος. Η απαγόρευση του νόμου.
Στο πρώτο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα που επίσης ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο (ταύτιση σημάτων και προϊόντων).
Στο δεύτερο επίπεδο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία είτε το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα όμοια με εκείνα που διακρίνει το τελευταίο, είτε το μεταγενέστερο σήμα ομοιάζει με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα που ταυτίζονται με εκείνα που διακρίνει επίσης το τελευταίο (ταυτότητα σημάτων και ομοιότητα προϊόντων ή ταυτότητα προϊόντων και ομοιότητα σημάτων).
Στην πρώτη περίπτωση της ταυτότητας σημάτων και προϊόντων η προστασία του προγενέστερου σήματος είναι απόλυτη, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης κινδύνου συγχύσεως, ο οποίος θεωρείται κατ` αμάχητο τεκμήριο ότι συντρέχει, αφού το σήμα δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία του, που είναι να διακρίνει στην αγορά την προέλευση του προϊόντος από ορισμένη επιχείρηση (βλ. ΔΕΚ υποθ. 206/2011, αποφ. από 12-11-2002 ….. σκέψη 50).
Στη δεύτερη περίπτωση η προστασία του προγενέστερου σήματος είναι σχετική και απαιτείται ως πρόσθετο στοιχείο κίνδυνος σύγχυσης ή συσχέτισης των σημάτων. Εξάλλου, η αρχή της χρονικής προτεραιότητος αποτελεί γενική αρχή του δικαίου των διακριτικών γνωρισμάτων (χαρακτηριζόμενη ως “ένα από τα θεμέλια του δικαίου των σημάτων” – σχετ. η από 16.9.2004 απόφαση ΔΕΚ C 245/02, υπόθεση “…………………”, σκέψη 98, ΑΠ 371/2012 ΧρΙδΔ 2012 533) και ισχύει όχι μόνο στο εθνικό δίκαιο, αλλά και στο ενωσιακό (άρθρα 29 – 35 του Κανονισμού 40/1994, ο οποίος αποτελεί συνέχεια της αρχικής Οδηγίας 89/104/ΕΟΚ) και διεθνές δίκαιο (άρθρο 4 παρ.2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Μαδρίτης και Πρωτοκόλλου της Διεθνούς Συμβάσεως της Μαδρίτης, άρθρα 4 και 6 δις της Διεθνούς Συμβάσεως των Παρισίων) της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, περαιτέρω δε αναφορικώς με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (κοινοτικό σήμα) ισχύει η λεγομένη “αρχή της συνυπάρξεως” με τα εθνικά σήματα, με τα οποία αυτό συνυπάρχει, και ως εκ τούτου δεν δύναται να απαιτήσει προβάδισμα (αυξημένη προστασία) εν σχέσει προς τυχόν προγενέστερο εθνικό σήμα, επιβαλλομένης της ίσης μεταχειρίσεως των δύο συστημάτων (εθνικού και ενωσιακού σήματος – σχετ. η από 24.5.2012 απόφαση ΔικΕΕ C 196/Ρ, υπόθεση “……………….”, σκέψη 40), ενώ η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (αρχή της εθνικής μεταχειρίσεως ή εξομοιώσεως των ημεδαπών προς τους αλλοδαπούς) αποτελεί ομοίως βασική αρχή του διεθνούς δικαίου των σημάτων (άρθρο 2 δις της Σύμβασης των Παρισίων).
Περαιτέρω, εκείνος που έχει καταθέσει νομίμως για ορισμένο προϊόν ή αντικείμενο εμπορίας σήμα, εγκεκριμένο τελεσίδικα από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο, δικαιούται, από την κατάθεση αυτού και εφεξής για όσο χρόνο δεν διαγράφεται νομίμως, να ζητήσει από κάθε τρίτο, που χρησιμοποιεί σε όμοια προϊόντα ή αντικείμενα εμπορίας του αυτούσιο το σήμα, ή που χρησιμοποιεί σε όμοια ή παρόμοια προϊόντα ή αντικείμενα εμπορίας του το σήμα κατά παραποίηση ή απομίμηση, να παραλείπει τη χρήση ή να αποκαταστήσει τη σχετική ζημιά, ή και τα δύο.
Ποιος ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων εγγραφής ή διαγραφής ενός εμπορικού σήματος;
Τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα να ελέγξουν ούτε παρεμπιπτόντως τη συνδρομή των προϋποθέσεων περί διαγραφής του σήματος (άρθρο 32 του 2239/1994) και δεν έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν τη νόμιμη προστασία του σήματος έστω και αν υποπέσει στην αντίληψη τους ύπαρξη λόγου μη εγκρίσεως ή διαγραφής του (Α.Π.1477/2011). Τέλος, η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να κρίνουν εάν ένα σήμα δύναται να γίνει δεκτό προς καταχώριση ή πρέπει να διαγράφει, τα δε πολιτικά Δικαστήρια παρέχουν έννομη προστασία σε περίπτωση προσβολής του σήματος και ουδεμία δικαιοδοσία, έχουν σε ζητήματα, επί των οποίων αποφαίνονται αποκλειστικώς η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια, και δεν δύνανται ούτε παρεμπιπτόντως να ελέγξουν τη συνδρομή των λόγων απαραδέκτου ή των λόγων διαγραφής, αλλά ούτε και να αρνηθούν την παροχή έννομης προστασίας, εάν έχει υποπέσει στην αντίληψή τους λόγος απαραδέκτου ή διαγραφής (ΑΠ 1477/2011 ΕλλΔνη 52 1418) Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων εκτείνεται και στην εξουσία να απαγορεύουν τη χρήση του σήματος, καθ` ην περίπτωση διαπιστωθεί ότι η χρήση του είναι παράνομη είτε διότι είναι αθέμιτη ή καταχρηστική, είτε διότι προσβάλλει προγενέστερο σήμα ή διακριτικό γνώρισμα, τούτο δε διότι η τοιαύτη απαγόρευση της χρήσεως δεν καταλύει το δικαίωμα στο σήμα, η επί του οποίου αρμοδιότητα ανήκει στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων, αλλά έρχεται ως φυσική συνέπεια της εξουσίας των πολιτικών Δικαστηρίων να οριοθετούν τα πλαίσια προστασίας του και υπό την έννοια αυτή δύνανται να διατάσσουν την απαγόρευση της χρήσης τους.