Η αποζημίωση του παθόντος λόγω προσβολής προσοπικότητας από αδικοπραξία.
Προσβολή προσωπικότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει:
- i) την άρση της προσβολής και
- ii) τη μη επανάληψή της στο μέλλον.
Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού).
Ποιες πράξεις συνιστούν προσβολή προσωπικότητας;
Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, οι οποίες περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του.
Εξάλλου, η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του.
Προσβολή προσωπικότητας από άλλες ποινικά κολάσιμες πράξεις
Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμες πράξεις,όπως:
εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Στοιχειοθέτηση δυσφήμησης ως προσβολή προσωπικότητας (362, 363 ΠΚ):
Η δυσφήμηση στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης υποστηρίζει ή βεβαιώνει ότι γνωρίζει ο ίδιος το μειωτικό της τιμής ή υπόληψης γεγονός.
Αντίθετα διάδοση υπάρχει όταν ο δράστης «αναμεταδίδει» κάτι που πληροφορήθηκε από κάποιον άλλον.
Το δυσφημιστικό της τιμής ή της υπόληψης γεγονός πρέπει πάντως ο δράστης να το ισχυρίζεται ή να ο διαδίδει «ενώπιον τρίτου». Ως «τρίτος» νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο διαφορετικό εκείνου που θίγεται.
Αδικοπραξία (914 Α.Κ.) και προσβολή προσωπικότητας:
Η αδικοπραξία (914 ΑΚ) μπορεί να συνίσταται στην ψευδή καταμήνυση (229 ΠΚ), στην ψευδορκία (224 ΠΚ) και τη συκοφαντική δυσφήμιση (363 ΠΚ), την απλή δυσφήμιση (362 ΠΚ) ή την εξύβριση (361 ΠΚ) του παθόντος.
Το άρθρο 914 ΑΚ ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.
Ως προϋποθέσεις για την γέννηση της αξίωσης αποζημίωσης νοούνται: α) ο νόμιμος λόγος ευθύνης,
β) η ζημία και
γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης και τη ζημία.
Στην περίπτωση του 914 ΑΚ ο νόμιμος λόγος ευθύνης συγκροτείται από δύο μερικότερα στοιχεία, την παράνομη( ή άδικη) και την υπαίτια (δόλια ή αμελή) ανθρώπινη συμπεριφορά (θετική ενέργεια ή παράλειψη), που προϋποθέτει με τη σειρά της δεκτικότητα καταλογισμού.
Στα πλαίσια αυτά, η περίπτωση της προσβολής ενός απόλυτου δικαιώματος, όπως αυτό του δικαιώματος στην προσωπικότητα (άρθρο 57 ΑΚ) σε όλες τις εκφάνσεις του (τιμή, υγεία, υπόληψη, σωματική ακεραιότητα κτλ.) συνιστά περίπτωση παράνομης συμπεριφοράς.
Η έννοια της «ζημίας» στην προσβολή προσωπικότητας (914 Α.Κ.):
Αναφορικά με το περιεχόμενο της έννοιας της ζημίας αξίζει να σημειωθεί ότι ως ζημία νοείται κάθε βλάβη που προξενείται στα υλικά ή άυλα έννομα αγαθά ενός προσώπου.
Η ζημία στα πλαίσια αυτά είναι δυνατό να είναι περιουσιακή και να αναφέρεται σε βλάβη αγαθών που έχουν οικονομική αξία είτε μη περιουσιακή και να αναφέρεται σε βλάβη μη περιουσιακών αγαθών (ζωή, υγεία, τιμή, ελευθερία κτλ.).
Το περιεχόμενο της «Τιμής» για την προσβολή προσωπικότητας (361επ. Π.Κ.):
Η τιμή αποτελεί μία κοινωνική ιδιότητα, αφού προϋποθέτει την ύπαρξη κοινωνικού και όχι απλώς φυσικού χώρου και το περιεχόμενο της καθορίζεται από τις κοινωνικές αντιλήψεις κάθε εποχής. Ως κοινωνικό ον, ο άνθρωπος έχει εξωτερικά ορισμένη κοινωνική παράσταση, ορισμένη εικόνα η οποία δημιουργείται ακριβώς από το ότι ζει στο πλαίσιο μιας κοινωνικής δομής που του αναγνωρίζει συγκεκριμένες ιδιότητες και δικαιώματα.
Οι ιδιότητες αυτές καθορίζουν το περιεχόμενο της κοινωνικής παράστασης των ανθρώπων, το περιεχόμενο δηλαδή της τιμής, η οποία έτσι εμφανίζεται ως αντικειμενικό μέγεθος, τμήμα της εμπειρικής πραγματικότητας, που προσδιορίζει τη θέση τους έναντι των υπολοίπων μελών της κοινωνίας.
Με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, η «τιμή» είναι μέγεθος ισάξιο για όλους τους ανθρώπους. Το έννομο αγαθό της τιμής προσβάλλεται όταν η κοινωνική παράσταση του ατόμου μειώνεται, όταν δηλαδή το άτομο υποβαθμίζεται, τίθεται σε υποδεέστερη θέση ή κατηγορία έναντι των άλλων και έτσι παύει να είναι ισότιμο με αυτά.
Καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην προσβολή προσωπικότητας:
Αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο προς εκδίκαση των αξιώσεων, οι οποίες απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 57 – 60 ΑΚ και οι οποίες δεν έχουν περιουσιακό χαρακτήρα είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο.
Πιο συγκεκριμένα, αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής περί άρσεως της προσβολής και περί παραλείψεως αυτής στο μέλλον, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 18παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ως εισάγουσα μη περιουσιακής φύσεως διαφορά (ΕφΑθ 1711/1991).
Αποκρυστάλλωση της αρμοδιότητας:
Από το άρθρο 9 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη:
- το αίτημα της αγωγής (εδ. α`)
- δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα (εδ. β`)
- συνυπολογίζονται περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή (εδ. γ`).
Επιπλέον, κρίσιμο χρονικό σημείο για την αποκρυστάλλωση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας είναι, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΚΠολΔ., ο χρόνος άσκησης της αγωγής, δηλαδή ο χρόνος κατάθεσής της στην γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και επίδοσης στον αντίδικο. Ενδεχόμενη μεταγενέστερη μεταβολή, δεν επηρεάζει την ήδη θεμελιωθείσα αρμοδιότητα.