Αγωγή περί κλήρου – Τα δικαιώματα του κληρονόμου – Η άμυνα του νομέα της κληρονομιάς
Αγωγή περί κλήρου: Τι είναι ;
Η Αγωγή περί κλήρου αποτελεί το βασικότερο ένδικο μέσο έννομης προστασίας του κληρονομικού δικαιώματος, σε περίπτωση που αυτό προσβληθεί μετά την επαγωγή της κληρονομίας.
Ποιός μπορεί να ασκήσει αγωγή περί κλήρου;
Η αγωγή περί κλήρου ρυθμίζεται από τις διατάξεις 1871 επ. του ΑΚ και ασκείται από τον κληρονόμο έναντι κάθε προσώπου που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, ώστε να αναγνωριστεί το κληρονομικό του δικαίωμα, και να του αποδοθεί η κληρονομία.
Με την αγωγή αυτή ο ενάγων επικαλείται την κληρονομική του ιδιότητα και επιπλέον ότι ο εναγόμενος κατακρατεί ως κληρονόμος την κληρονομία είτε εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό πλέον της κληρονομικής του μερίδας ή και αντικείμενα αυτής.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο χαρακτήρας της αγωγής περί κλήρου είναι καθολικός, γιατί αναφέρεται σε καθολικό δικαίωμα και εισάγει καθολική αξίωση και η αξίωση αυτή είναι ενιαία. Δηλαδή, εμπεριέχει όλες τις αξιώσεις του κληρονόμου για την απόδοση των στοιχείων της κληρονομίας. Τελος, η αξίωση αυτή είναι και αυτοτελής.
Ενάγων στην αγωγή περί κλήρου είναι ο κληρονόμος, ή αν υπάρχουν περισσότεροι, ο καθένας από τους κληρονόμους για το μερίδιο που του αντιστοιχεί. Πιο συγκεκριμένα, για την άσκηση της αγωγής περί κλήρου, δεν απαιτείται ο ενάγων να έχει αποδεχθεί την κληρονομία πρώτα, ούτε να έχει μεταγράψει την αποδοχή, εάν υπάρχουν στην κληρονομία ακίνητα.
Ποιά μπορεί να είναι τα αντικείμενα της κληρονομίας;
Ως αντικείμενο της κληρονομίας κατά το άρθρο 1872 θεωρούνται:
1. εκείνα στα οποία ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα νομής ή κατοχής, ακόμη και αν είχε αποβληθεί όταν ζούσε,
2. καθετί που ο νομέας κληρονομίας αποκτά με δικαιοπραξία χρησιμοποιώντας κληρονομιαία μέσα. Όταν ο κληρονομούμενος λάβει εκείνο που προέρχεται από τέτοια δικαιοπραξία, η δικαιοπραξία αυτή, αν ήταν ανίσχυρη, κυρώνεται.
Ποιός φέρει ευθύνη για τα ωφελήματα;
Ο Αστικός Κώδικας διευκρινίζει κατά τις διατάξεις 1874 , 1876 και 1096 ότι ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας υποχρεούται να αποδώσει τα ωφελήματα που εξήγε πριν από την επίδοση της αγωγής περί κλήρου καθώς και κάθε άλλη επαύξηση των κληρονομιαίων, αλλά μόνο στο μέτρο που έγινε από αυτά πλουσιότερος. Η υποχρέωση αυτή μάλιστα εκτείνεται και στους καρπούς που ο νομέας της κληρονομίας απέκτησε κατά κυριότητα. Επιπροσθέτως, ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας ευθύνεται, μετά της επιδόσεως της αγωγής περί κλήρου (ΑΚ 1876 §§1,2) και σε πλήρη απόδοση όχι μόνο των εξαχθέντων από το πράγμα ωφελημάτων αλλά και των αμεληθέντων, δηλαδή των μη εξαχθέντων από υπαιτιότητα του, ενώ μπορούσε να τα επιτύχει σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης.
Εάν ο νομέας της κληρονομίας είχε κακή πίστη κατά τον χρόνο απόκτησης της νομής ή αργότερα όταν δηλαδή έμαθε ότι δεν ήταν κληρονόμος, νωρίτερα από τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, ευθύνεται για κάθε ζημία που προοξενήθηκε κατά τον χρόνο της υπερημερίας, ακόμη και για τα ωφελήματα που δεν εισέπραξε σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης ωφελημάτων, πάντα στο μέτρο που ευθύνεται ο καλόπιστος νομέας μετά την επίδοση της αγωγής (ΑΚ 1877).
Με ποιό τρόπο γίνεται αξίωση της αποζημίωσης;
Οι αξιώσεις ασκούνται με αγωγή, που εγείρεται είτε αυτοτελώς είτε μαζί με την αγωγή περί κλήρου. Ο αποκτήσας τη νομή με κολάσιμη πράξη, ευθύνεται για τα ωφελήματά του, ανεξαρτήτως της καλής ή κακής του πίστης και εάν έχει γίνει επίδοση ή όχι της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (ΑΚ 1878) και η ευθύνη αυτή περιλαμβάνει, κάθε πταίσμα του, αλλά και τα τυχηρά.
Επιπροσθέτως, στις περιπτώσεις που ο νομέας της κληρονομίας δεν είναι δυνατόν να αποδώσει το αντικείμενο της κληρονομίας που κατακρατείται από αυτόν, ούτε και το αντάλλαγμα του, τότε ο κληρονόμος δύναται να στραφεί εναντίον του βάσει των διατάξεων περί του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 1873). Πιο συγκεκριμένα, από τις ΑΚ 909, 910 και 913, συνάγεται ότι ο νομέας της κληρονομίας υποχρεούται σε αυτούσια απόδοση των αντικειμένων της κληρονομίας ή το αντάλλαγμα αυτών, εφόσον δεν είναι σε θέση από οποιαδήποτε αδυναμία του αντικειμενική ή υποκειμενική, υπαίτια ή ανυπαίτια, να προβεί σε αυτούσια απόδοση, ευθύνεται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Μπορεί ο εναγόμενος να αμυνθεί;
Ως άμυνα του εναγόμενου θεωρείται η άρνησή του ότι αυτός δεν είναι κληρονόμος ή η διαθήκη για την οποία καλείται πάσχει από ακυρότητα. Στις περιπτώσεις ασκήσεως αγωγής περί κλήρου, ο εναγόμενος δικαιούται να ασκήσει την ένσταση παραγραφής και την ένσταση τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, εφόσον όμως δεν έχει παραγραφεί η προκείμενη αξίωση του ενάγοντος δηλαδή όταν παρέλθει η εικοσαετία από την κατακράτηση των κληρονομιαίων στοιχείων με διάνοια κληρονόμου από την πλευρά του εναγομένου (ΑΚ 1879).
Τί είναι η περί κλήρου αγωγή του αφάντου;
Το τελευταίο νόμιμο μαχητό τεκμήριο θανάτου, είναι η κήρυξη ενός προσώπου ως αφάντου από το δικαστήριο με δικαστική πράξη (ΑΚ 48). Ως άφαντος, θα αντιμετωπίζεται από τη στιγμή που θα οριστεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση και πλέον, η περιουσία του θα περιέλθει στους κληρονόμους του. Στην περίπτωση όμως, κατά την οποία εμφανιστεί ο άφαντος και οι κληρονόμοι του έχουν ασκήσει αγωγή περί κλήρου, τότε είναι υποχρεωμένοι από τον νόμο να αποδόσουν την κληρονομία, σύμφωνα με την γενική διάταξη ΑΚ 50 και την ειδικότερη για την αγωγή περί κλήρου ΑΚ 1883 §1. Δεν είναι όμως μόνο η διάταξη αυτή που ενεργοποιεί την υποχρέωση των κληρονόμων να επιστρέψουν τα κληρονομιαία, αλλά πρέπει να εκδοθεί δικαστική απόφαση άρσης της αφάνειας (ΚΠολΔ 783). Εν κατακλείδι, να σημειωθεί ότι, πάντα προστατεύεται ο καλόπιστος τρίτος, ο οποίος απόκτησε νόμιμα περιουσιακά στοιχεία του αφάντου, και δεν μπορεί ο επανεμφανισθείς να στραφεί εναντίων του ζητώντας την απόδοση του περιουσιακού στοιχείου.
2.Κληρονομικό δικαίωμα ή Χρησικτησία; Ποιο τελικά υπερτερεί;
3. Κληρονομιά Χωρίς διαθήκη — Οι δικαιούχοι και τα ποσοστά τους
4. Διαθήκη και κληρονομητήριο με το νέο νόμο
5. Η διαθήκη — ιδιόγραφη, δημόσια — ανάκληση — δημοσίευση